ὀρθόπνοια: Difference between revisions
From LSJ
Ὁ κόσμος σκηνή, ὁ βίος πάροδος· ἦλθες, εἶδες, ἀπῆλθες → The world is a stage, life is your entrance: you came, you saw, you departed (Democritus fr. 115 D-K)
(6_9) |
(29) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὀρθόπνοια''': ἡ, [[εἶδος]] δυσπνοίας ἢ ἄσθματος, καθ’ ὃ μόνον ὄρθιός τις ἱστάμενος δύναται νὰ ἀναπνέῃ, Ἱππ. Προγν. 45, π. Διαίτ. Ὀξ. 386, πρβλ. Foes Oecon. | |lstext='''ὀρθόπνοια''': ἡ, [[εἶδος]] δυσπνοίας ἢ ἄσθματος, καθ’ ὃ μόνον ὄρθιός τις ἱστάμενος δύναται νὰ ἀναπνέῃ, Ἱππ. Προγν. 45, π. Διαίτ. Ὀξ. 386, πρβλ. Foes Oecon. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=η (Α [[ὀρθόπνοια]]) [[ορθόπνους]]<br />βαρύτατη [[μορφή]] δύσπνοιας η οποία επιτρέπει την [[αναπνοή]] μόνον σε όρθια ή καθιστή [[στάση]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:10, 29 September 2017
English (LSJ)
ἡ,
A breathing only in an upright posture, orthopnoea, a symptom of various diseases, Hp.Prog.23, Acut.17.
German (Pape)
[Seite 375] ἡ, das grade, aufrechte Athmen, eine Art Engbrüstigkeit, bei der man nur grade sitzend oder stehend athmen kann, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
ὀρθόπνοια: ἡ, εἶδος δυσπνοίας ἢ ἄσθματος, καθ’ ὃ μόνον ὄρθιός τις ἱστάμενος δύναται νὰ ἀναπνέῃ, Ἱππ. Προγν. 45, π. Διαίτ. Ὀξ. 386, πρβλ. Foes Oecon.
Greek Monolingual
η (Α ὀρθόπνοια) ορθόπνους
βαρύτατη μορφή δύσπνοιας η οποία επιτρέπει την αναπνοή μόνον σε όρθια ή καθιστή στάση.