ὀστοποιητικός: Difference between revisions
From LSJ
Ubi idem et maximus et honestissimus amor est, aliquando praestat morte jungi, quam vita distrahi → Where indeed the greatest and most honourable love exists, it is much better to be joined by death, than separated by life.
(6_11) |
(29) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὀστοποιητικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τὴν παραγωγὴν ἢ τὸν σχηματισμὸν ὀστοῦ, [[δύναμις]] Γαλην. 5. 12. | |lstext='''ὀστοποιητικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τὴν παραγωγὴν ἢ τὸν σχηματισμὸν ὀστοῦ, [[δύναμις]] Γαλην. 5. 12. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ὀστοποιητικός]], -ή, -όν (Α)<br />αυτός που διαπλάσσει οστά, οστεοποιητικός.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὀστέον]] / [[ὀστοῦν]] <span style="color: red;">+</span> <i>ποιῶ</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:11, 29 September 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A of or for making bone, δύναμις Gal.Nat.Fac.1.6.
Greek (Liddell-Scott)
ὀστοποιητικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τὴν παραγωγὴν ἢ τὸν σχηματισμὸν ὀστοῦ, δύναμις Γαλην. 5. 12.
Greek Monolingual
ὀστοποιητικός, -ή, -όν (Α)
αυτός που διαπλάσσει οστά, οστεοποιητικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀστέον / ὀστοῦν + ποιῶ].