οὐρανίσκος: Difference between revisions
Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur
(Bailly1_4) |
(30) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ου (ὁ) :<br />ciel de lit, baldaquin.<br />'''Étymologie:''' [[οὐρανός]]. | |btext=ου (ὁ) :<br />ciel de lit, baldaquin.<br />'''Étymologie:''' [[οὐρανός]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο (ΑΜ [[ουρανίσκος]]) [[ουρανός]]<br /><b>1.</b> υποκορ. του [[ουρανός]]<br /><b>2.</b> <b>ανατ.</b> το άνω [[τοίχωμα]] της κοιλότητας του στόματος, η [[υπερώα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[διαμαρτία]] ουρανίσκου»<br /><b>ιατρ.</b> το [[λυκόστομα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> θολωτή [[οροφή]] δωματίου ή θρόνου<br /><b>2.</b> <b>ως κύριο όν.</b> <i>Οὐρανίσκος</i><br />[[αστερισμός]] στο νότιο [[ημισφαίριο]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:11, 29 September 2017
English (LSJ)
ὁ, Dim. of οὐρανός,
A a little heaven or sky: hence, I vaulted ceiling, esp. top of a tent, canopy, Callix.2, Phylarch.41 J., Plu.Alex.37, Phoc.33. II roof of the mouth, Sor.2.62, Gal.UP11.10, Ath.7.315d, v.l. in Arist.Pr. 963a2. III a constellation of the southern hemisphere, Corona Australis, Sch.Arat.400.
German (Pape)
[Seite 417] ὁ, dim. von οὐρανός, 1) kleiner Himmel, von der gewölbten Decke eines Zimmers, besonders Zeltdach, Zelthimmel, Plut. Phoc. 33 Alex. 37; vgl. Ath. V, 196. – 2) der Gaumen, αἱ γνάθοι καὶ οὐρανίσκοι, Ath. VII, 315 d u. Sp. – 3) auch ein Sternbild, die südliche Krone, Proci.
Greek (Liddell-Scott)
οὐρᾰνίσκος: ὁ, ὑποκορ. τοῦ οὐρανός, μικρὸς οὐρανὸς ἢ στερέωμα˙ ὅθεν, Ι. ἡ θολοειδὴς ὀροφὴ δωματίου, μάλιστα σκηνῆς, Φύλαρχ. 41, Πλουτ. Ἀλέξ. 37, Φωκ. 33. ΙΙ. ὡς καὶ νῦν, ἡ ὀροφὴ τοῦ στόματος, τὸ ἄνω στέγασμα τῆς κοιλότητος αὐτοῦ, Ἀθήν. 315D ἴδε οὐρανὸς ΙΙ. 2. ΙΙΙ. ἀστερισμός τις ἐν τῷ νοτίῳ ἡμισφαιρίῳ, Corona Australis, Σχόλ. εἰς Ἄρατ. 397.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
ciel de lit, baldaquin.
Étymologie: οὐρανός.
Greek Monolingual
ο (ΑΜ ουρανίσκος) ουρανός
1. υποκορ. του ουρανός
2. ανατ. το άνω τοίχωμα της κοιλότητας του στόματος, η υπερώα
νεοελλ.
φρ. «διαμαρτία ουρανίσκου»
ιατρ. το λυκόστομα
αρχ.
1. θολωτή οροφή δωματίου ή θρόνου
2. ως κύριο όν. Οὐρανίσκος
αστερισμός στο νότιο ημισφαίριο.