παράμερος: Difference between revisions

From LSJ

Εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → A way of life disposed to silence is contemptible → Taciturna facile ingenia contemni solent → Gemein ist ein Charakter, über den man schweigt

Menander, Monostichoi, 167
(SL_2)
(31)
Line 18: Line 18:
{{Slater
{{Slater
|sltr=<b>παρᾱμερος</b> <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[daily]], [[coming]] [[each]] [[day]] τὸ δ' αἰεὶ παράμερον ἐσλόν (O. 1.99)
|sltr=<b>παρᾱμερος</b> <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[daily]], [[coming]] [[each]] [[day]] τὸ δ' αἰεὶ παράμερον ἐσλόν (O. 1.99)
}}
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />-η, -ο<br />αυτός που βρίσκεται [[κατά]] [[μέρος]], απομονωμένος, [[απόμερος]] («τραβιέται σε παράμερο, και κάθεται και κλαίει», δημ. [[τραγούδι]]).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Υποχωρητ. σχημ. από το επίρρ. [[παράμερα]]].———————— <b>(II)</b><br />-ον, Α<br />(<b>δωρ. τ.</b>) <b>βλ.</b> [[παρήμερος]].
}}
}}

Revision as of 12:13, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παράμερος Medium diacritics: παράμερος Low diacritics: παράμερος Capitals: ΠΑΡΑΜΕΡΟΣ
Transliteration A: parámeros Transliteration B: parameros Transliteration C: parameros Beta Code: para/meros

English (LSJ)

[ᾱ], ον, Dor. for παρήμερος, Pi.O.1.99.

Greek (Liddell-Scott)

παράμερος: -ον, Δωρ. ἀντὶ τοῦ παρήμερος, Πινδ. Ο. Ι. 160.

French (Bailly abrégé)

dor. c. παρήμερος.

English (Slater)

παρᾱμερος
   1 daily, coming each day τὸ δ' αἰεὶ παράμερον ἐσλόν (O. 1.99)

Greek Monolingual

(I)
-η, -ο
αυτός που βρίσκεται κατά μέρος, απομονωμένος, απόμερος («τραβιέται σε παράμερο, και κάθεται και κλαίει», δημ. τραγούδι).
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχημ. από το επίρρ. παράμερα].———————— (II)
-ον, Α
(δωρ. τ.) βλ. παρήμερος.