παρασκεύασμα: Difference between revisions
καὶ παρὰ δύναμιν τολμηταὶ καὶ παρὰ γνώμην κινδυνευταὶ καὶ ἐν τοῖς δεινοῖς εὐέλπιδες → they are bold beyond their strength, venturesome beyond their better judgment, and sanguine in the face of dangers
(Bailly1_4) |
(31) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ατος (τό) :<br />préparatif, exercice.<br />'''Étymologie:''' [[παρασκευάζω]]. | |btext=ατος (τό) :<br />préparatif, exercice.<br />'''Étymologie:''' [[παρασκευάζω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-<i>ατος</i>, το, ΝΑ [[παρασκευάζω]]<br />το [[αποτέλεσμα]] της ενέργειας του [[παρασκευάζω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>(ιστολ.)</b> διατηρημένο [[τμήμα]] του ανθρώπινου σώματος, λ.χ. όργανα, ιστοί, κύτταρα, για [[παρατήρηση]] και [[διδασκαλία]] [[καθώς]] και [[κάθε]] βιολογικό [[δείγμα]] προετοιμασμένο με φυσικές ή χημικές μεθόδους για [[εξέταση]] στο [[μικροσκόπιο]]<br /><b>2.</b> <b>(μικρβλ.)</b> η [[εξάπλωση]] μικροβιοβριθούς υλικού στις αντικειμενοφόρες πλάκες, ο [[χρωματισμός]] και η [[σταθεροποίηση]] τών μικροβίων για να εξεταστούν στο [[μικροσκόπιο]]<br /><b>3.</b> <b>(φαρμ.)</b> [[μίγμα]] φαρμάκων έτοιμο για [[χρήση]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:14, 29 September 2017
English (LSJ)
ατος, τό,
A arrangement, Aen. Tact.22.19 ; τὰ πρὸς τὴν ὑγίειαν π. X.Oec.11.19.
German (Pape)
[Seite 498] τό, das Zubereitete, Vorbereitete, neben ἄσκημα Xen. Oec. 11, 19.
Greek (Liddell-Scott)
παρασκεύασμα: τό, πᾶν ὅ,τι παρασκευάζει τις, ἑτοιμασία, Ξεν. Οἰκ. 11. 19.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
préparatif, exercice.
Étymologie: παρασκευάζω.
Greek Monolingual
-ατος, το, ΝΑ παρασκευάζω
το αποτέλεσμα της ενέργειας του παρασκευάζω
νεοελλ.
1. (ιστολ.) διατηρημένο τμήμα του ανθρώπινου σώματος, λ.χ. όργανα, ιστοί, κύτταρα, για παρατήρηση και διδασκαλία καθώς και κάθε βιολογικό δείγμα προετοιμασμένο με φυσικές ή χημικές μεθόδους για εξέταση στο μικροσκόπιο
2. (μικρβλ.) η εξάπλωση μικροβιοβριθούς υλικού στις αντικειμενοφόρες πλάκες, ο χρωματισμός και η σταθεροποίηση τών μικροβίων για να εξεταστούν στο μικροσκόπιο
3. (φαρμ.) μίγμα φαρμάκων έτοιμο για χρήση.