παραφράζω: Difference between revisions
From LSJ
(6_2) |
(31) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''παραφράζω''': [[λέγω]] τὸ αὐτὸ [[πρᾶγμα]] μὲ ἄλλας λέξεις, Εὐστ. 239. 23., 1406. 19, κτλ.· πρβλ. [[παραγράφω]] Ι. 2. | |lstext='''παραφράζω''': [[λέγω]] τὸ αὐτὸ [[πρᾶγμα]] μὲ ἄλλας λέξεις, Εὐστ. 239. 23., 1406. 19, κτλ.· πρβλ. [[παραγράφω]] Ι. 2. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ΝΜΑ<br /><b>1.</b> [[εκφράζω]], [[διατυπώνω]] το ίδιο [[πράγμα]] με άλλες λέξεις<br /><b>2.</b> [[μεταφράζω]] ελεύθερα, [[αποδίδω]] τα νοήματα ελεύθερα<br /><b>μσν.</b><br />[[μιμούμαι]] («ἐξ Ὁμήρου παραφράσας [[Εὐριπίδης]]», <b>Ευστ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[φράζω]] «λέω, [[διηγούμαι]]»]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:14, 29 September 2017
English (LSJ)
A say the same thing in other words, paraphrase, ἐνθύμημα μεταφράζειν καὶ π. Ph.2.140 ; γνώμην Hermog.Prog.4, cf. Gal. 15.467 ; βιβλίον ὅλον Eust.1406.19 : abs., τὸ π. Hermog.Meth.24, cf. Gal.5.678 ; ἐξ Ὁμήρου π. Eust.239.23.
German (Pape)
[Seite 507] (s. φράζω), neben Einem reden; zu der Rede eines Andern Etwas hinzufügen, sie erweitern, um sie zu erklären, umschreiben, Eust.; auch nachahmen, Schäf. Schol. Par. Ap. Rh. 3, 158.
Greek (Liddell-Scott)
παραφράζω: λέγω τὸ αὐτὸ πρᾶγμα μὲ ἄλλας λέξεις, Εὐστ. 239. 23., 1406. 19, κτλ.· πρβλ. παραγράφω Ι. 2.
Greek Monolingual
ΝΜΑ
1. εκφράζω, διατυπώνω το ίδιο πράγμα με άλλες λέξεις
2. μεταφράζω ελεύθερα, αποδίδω τα νοήματα ελεύθερα
μσν.
μιμούμαι («ἐξ Ὁμήρου παραφράσας Εὐριπίδης», Ευστ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + φράζω «λέω, διηγούμαι»].