πεδιάσιος: Difference between revisions
Καὶ μὴν ὑπεραποθνῄσκειν γε μόνοι ἐθέλουσιν οἱ ἐρῶντες, οὐ μόνον ὅτι ἄνδρες, ἀλλὰ καὶ αἱ γυναῖκες. → After all, it is only those in love who are actually willing to die for another — not just men, but women as well. (Plato, Symposium 179b)
(Bailly1_4) |
(31) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />de plaine.<br />'''Étymologie:''' [[πεδίον]]. | |btext=ος, ον :<br />de plaine.<br />'''Étymologie:''' [[πεδίον]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[πεδιάδα]], ο [[πεδινός]]<br /><b>2.</b> (<b>το αρσ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>οἱ πεδιάσιοι</i><br />οι κάτοικοι τών πεδινών περιοχών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πεδίον]] πιθ. [[κατά]] τα τοπωνύμια σε -[[άσιος]] (<b>πρβλ.</b> [[Φλειάσιος]]). | |||
}} | }} |
Revision as of 12:15, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A of the plain, σμύρνα Dsc.1.64 (v.l. -άσιμος) ; οἱ π. dwellers in the plain, Str.15.1.58 ; = πεδιεῖς, Phot., Suid. s.v. πάραλοι.
German (Pape)
[Seite 541] = πεδιαῖος, w. m. s.
Greek (Liddell-Scott)
πεδιάσιος: -ον, ὁ ἀνήκων εἰς τὴν πεδιάδα, ὁ τῆς πεδιάδος, πεδινός, Στράβ. 712· πρβλ. πεδιακός· - ὡσαύτως, πεδιάσιμος, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ὀρεινός, Βασίλ. τ.2, σ. 40. κλ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
de plaine.
Étymologie: πεδίον.
Greek Monolingual
-ον, Α
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πεδιάδα, ο πεδινός
2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ πεδιάσιοι
οι κάτοικοι τών πεδινών περιοχών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεδίον πιθ. κατά τα τοπωνύμια σε -άσιος (πρβλ. Φλειάσιος).