πειθήμων: Difference between revisions

From LSJ

ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)

Source
(6_18)
(31)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πειθήμων''': -ον, ὁ ὑπακούων, [[εὐπειθής]], τινὶ Ἀνθ. Π. 2. 12. 2) ὁ ἔχων πίστιν, πιστεύων, Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. 4. 15, κτλ. ΙΙ. ἐνεργ., καταπείθων, [[πειστικός]], Wern εἰς Τρυφ. (γραπτ. Τριφ.) 455.
|lstext='''πειθήμων''': -ον, ὁ ὑπακούων, [[εὐπειθής]], τινὶ Ἀνθ. Π. 2. 12. 2) ὁ ἔχων πίστιν, πιστεύων, Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. 4. 15, κτλ. ΙΙ. ἐνεργ., καταπείθων, [[πειστικός]], Wern εἰς Τρυφ. (γραπτ. Τριφ.) 455.
}}
{{grml
|mltxt=-ον, -ονος, Α<br />(<b>ποιητ. τ.</b>)<br /><b>1.</b> [[πειθήνιος]], [[υπάκουος]], [[ευπειθής]], [[πειθαρχικός]]<br /><b>2.</b> αυτός που πείθει, [[πειστικός]], [[καταπειστικός]] («πειθήμονι φωνῇ», Τρυφιόδ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>πειθ</i>- του [[πείθω]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[[ήμων]] (<b>πρβλ.</b> <i>αιδ</i>-[[ήμων]], <i>ελε</i>-[[ήμων]])].
}}
}}

Revision as of 12:15, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πειθήμων Medium diacritics: πειθήμων Low diacritics: πειθήμων Capitals: ΠΕΙΘΗΜΩΝ
Transliteration A: peithḗmōn Transliteration B: peithēmōn Transliteration C: peithimon Beta Code: peiqh/mwn

English (LSJ)

ον, gen. ονος,

   A persuaded, obedient, Nonn.D.24.171,34.92, al. ; μῦθος ib.8.165.    II persuading, convincing, φωνή Tryph. 456.

German (Pape)

[Seite 543] ονος, gehorsam, folgsam, τινί, Sp., wie N. T.; Christod. 1, 12; auch überredend, überzeugend, Tryphiod. 455.

Greek (Liddell-Scott)

πειθήμων: -ον, ὁ ὑπακούων, εὐπειθής, τινὶ Ἀνθ. Π. 2. 12. 2) ὁ ἔχων πίστιν, πιστεύων, Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. 4. 15, κτλ. ΙΙ. ἐνεργ., καταπείθων, πειστικός, Wern εἰς Τρυφ. (γραπτ. Τριφ.) 455.

Greek Monolingual

-ον, -ονος, Α
(ποιητ. τ.)
1. πειθήνιος, υπάκουος, ευπειθής, πειθαρχικός
2. αυτός που πείθει, πειστικός, καταπειστικός («πειθήμονι φωνῇ», Τρυφιόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πειθ- του πείθω + κατάλ. -ήμων (πρβλ. αιδ-ήμων, ελε-ήμων)].