πάχετος: Difference between revisions

From LSJ

σὺν μυρίοισι τὰ καλὰ γίγνεται πόνοις → good things come with many pains | no pain, no gain

Source
(Autenrieth)
(31)
Line 21: Line 21:
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=[[παχύς]] (Od.)
|auten=[[παχύς]] (Od.)
}}
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> [[πυκνός]], [[χοντρός]] («λάβε δίσκον μείζονα καὶ πάχετον», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> (για κόμπο ή δεσμό) [[σφιχτός]]<br /><b>3.</b> (το αρσ. ως ουδ. ουσ.) <i>τὸ [[πάχετος]]<br />ο όγκος, το [[πάχος]] («τοῡ [[πάχετος]] μῆκός τε πολύτροπον», <b>Νίκ.</b> Θηρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[παχύς]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ετος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>πυρ</i>-[[ετός]], <i>συρφ</i>-[[ετός]]). Το [[επίθημα]] έχει πιθ. αυξητική σημ. (<b>πρβλ.</b> <i>περιμήκ</i>-<i>ετος</i>). Ο ουσιαστικοποιημένος τ. <i>τὸ [[πάχετος]] έχει πιθ. σχηματιστεί [[κατά]] το: [[πάχος]], (<i>τὸ</i>) ή <span style="color: red;"><</span> <i>πάχεθος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>μέγ</i>-<i>εθος</i>) με [[ανομοίωση]]].
}}
}}

Revision as of 12:15, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πάχετος Medium diacritics: πάχετος Low diacritics: πάχετος Capitals: ΠΑΧΕΤΟΣ
Transliteration A: páchetos Transliteration B: pachetos Transliteration C: pachetos Beta Code: pa/xetos

English (LSJ)

[ᾰ], ον,

   A = παχύς, thick, massive, twice in Od., λάβε δίσκον μείζονα καὶ πάχετον 8.187 ; πάχετος δ' ἦν ἠΰτε κίων 23.191. (Wrongly expld. by Hsch. and EM656.53 as sync. from παχύτερον ; for the termination cf. περιμήκετος.)    2 tight, of a knot or ligature, Hp. Mul.2.110 : neut. as Adv., Id.Cord.6.    II in later Ep. as neut. Subst., = πάχος, thickness, Nic. Th.385 (dub.), 387, 465, Opp.H.4.535 codd. (Oxyt. in codd. Hp. ll. cc.)

German (Pape)

[Seite 539] τό, poet. statt πάχος, die Dicke, Od. 23, 191, obwohl es auch hier adj. sein könnte; substantivisch brauchen es Nic. Ther. 385. 468 Opp. Hal. 4, 535. – Aber Od. 8, 187 λάβε δίσκον μείζονα καὶ πάχετον ist nach der gew. Erklärung größer u. dicker, also irregul. Comparativ statt παχύτερον, nach Anderen von ὁ πάχετος, größer auch an Dicke.

Greek (Liddell-Scott)

πάχετος: ὁ σκοτεινή τις λέξις δὶς ἐν χρήσει ἐν τῇ Ὀδ., λάβε δίσκον μείζονα καὶ πάχετον Θ. 187· πάχετος δ᾿ ἦν, ἠΰτε κίων Ψ. 191. Ἐν τῷ προτέρῳ χωρίῳ ἑρμηνεύεται παρ᾿ Ἡσυχ. καὶ ἐν τῷ Μεγ. Ἐτυμολ. ὡς κατὰ συγκοπήν ἐκ τοῦ παχύτερον, ὅπερ θὰ ἥρμοζεν εἰς τὴν ἔννοιαν τοῦ χωρίου ἐκείνου καὶ ἠδύνατο νὰ γείνῃ δεκτὸν καὺ ἐν τῷ β΄ χωρίῳ (ἴδε ἐν λέξ. ἠΰτε)· ἀλλ᾿ εἶναι πιθανώτερον ὅτι εἶναι ποιητ. τύπος τοῦ παχύς, ὀγκώδης, «παχύς», ὡς τὸ περιμήκετος τοῦ περιμήκης. ΙΙ. παρὰ τοῖς μεταγεν. Ἐπικ. ὡς οὐσιαστ. = πάχος, τό, παχύτης, ὄγκος, Νικ. Θηρ. 385. 387, 465, Ὀππ. Ἁλ. 4. 535· ἀλλὰ δυσκόλως ἁρμόζει τοῦτο εἰς τὰ Ὁμηρικὰ χωρία, πρβλ. τὸ κοινολεκτούμενον πάχετα = πάχη.

French (Bailly abrégé)

(τό) :
épaisseur ; selon d’autres, adj. épais, ou subst. masc., acc. πάχετον pierre massive.
Étymologie: παχύς.

English (Autenrieth)

παχύς (Od.)

Greek Monolingual

-ον, Α
1. πυκνός, χοντρός («λάβε δίσκον μείζονα καὶ πάχετον», Ομ. Οδ.)
2. (για κόμπο ή δεσμό) σφιχτός
3. (το αρσ. ως ουδ. ουσ.) τὸ πάχετος
ο όγκος, το πάχος («τοῡ πάχετος μῆκός τε πολύτροπον», Νίκ. Θηρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παχύς + επίθημα -ετος (πρβλ. πυρ-ετός, συρφ-ετός). Το επίθημα έχει πιθ. αυξητική σημ. (πρβλ. περιμήκ-ετος). Ο ουσιαστικοποιημένος τ. τὸ πάχετος έχει πιθ. σχηματιστεί κατά το: πάχος, (τὸ) ή < πάχεθος (πρβλ. μέγ-εθος) με ανομοίωση].