περίπλεος: Difference between revisions

From LSJ

Φίλον βέβαιον ἐν κακοῖσι μὴ φοβοῦ → Fidelem amicum ne time in rebus malis → Hab in der Not nicht Angst vor einem treuen Freund

Menander, Monostichoi, 533
(Bailly1_4)
(32)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />surabondant, qui est de reste <i>ou</i> de trop.<br />'''Étymologie:''' [[περί]], [[πλέος]].
|btext=ος, ον :<br />surabondant, qui est de reste <i>ou</i> de trop.<br />'''Étymologie:''' [[περί]], [[πλέος]].
}}
{{grml
|mltxt=και ποιητ. τ. [[περίπλειος]], -ον και [[περίπλεως]], -ων, Α<br /><b>1.</b> ο [[τελείως]] [[γεμάτος]] από [[κάτι]], [[κατάμεστος]] («ὡς δὲ [[εἶδον]] τήν τε ἤπειρον ὁπλιτῶν περίπλεων», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>2.</b> [[υπεράριθμος]], [[περιττός]]<br /><b>3.</b> [[πλήρης]], [[μεστός]] («περίπλεω νεφροί», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>4.</b> αυτός που περιβάλλεται [[τελείως]] από κάποιον ή από [[κάτι]] («ἡ δὲ [ψυχὴ] σώματι πεφυρμένη και [[περίπλεως]] σώματος», <b>Πλούτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>περι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>πλεος</i> / -<i>πλεως</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πίμπλημι]] «[[είμαι]] [[γεμάτος]]»), <b>πρβλ.</b> [[κατά]]-<i>πλεος</i> /-<i>ως</i>, <i>ἔμ</i>-<i>πλεος</i> / -<i>ως</i>)].
}}
}}

Revision as of 12:16, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περίπλεος Medium diacritics: περίπλεος Low diacritics: περίπλεος Capitals: ΠΕΡΙΠΛΕΟΣ
Transliteration A: perípleos Transliteration B: peripleos Transliteration C: peripleos Beta Code: peri/pleos

English (LSJ)

ον,

   A v. περίπλεως.

German (Pape)

[Seite 588] sehr voll, ganz voll; Xen. Cyr. 6, 2, 33; μυκηθμοῖο, Arat. Dios. 386. S. περίπλεως.

Greek (Liddell-Scott)

περίπλεος: -ον, ἴδε ἐν λ. περίπλεως.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
surabondant, qui est de reste ou de trop.
Étymologie: περί, πλέος.

Greek Monolingual

και ποιητ. τ. περίπλειος, -ον και περίπλεως, -ων, Α
1. ο τελείως γεμάτος από κάτι, κατάμεστος («ὡς δὲ εἶδον τήν τε ἤπειρον ὁπλιτῶν περίπλεων», Θουκ.)
2. υπεράριθμος, περιττός
3. πλήρης, μεστός («περίπλεω νεφροί», Αριστοτ.)
4. αυτός που περιβάλλεται τελείως από κάποιον ή από κάτι («ἡ δὲ [ψυχὴ] σώματι πεφυρμένη και περίπλεως σώματος», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + -πλεος / -πλεως (< πίμπλημι «είμαι γεμάτος»), πρβλ. κατά-πλεος /-ως, ἔμ-πλεος / -ως)].