Περσίς: Difference between revisions

From LSJ

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
(T22)
(32)
Line 21: Line 21:
{{Thayer
{{Thayer
|txtha=([[literally]], 'a Persian [[woman]]'), ἡ, accusative Περσίδα, Persis, a Christian [[woman]]: Romans 16:12.
|txtha=([[literally]], 'a Persian [[woman]]'), ἡ, accusative Περσίδα, Persis, a Christian [[woman]]: Romans 16:12.
}}
{{grml
|mltxt=-[[ίδος]], ἡ, ΜΑ<br /><b>1.</b> (ως <i>επίθ</i>.) περσική (α. «Περσὶς δὲ χώρη», <b>Ηρόδ.</b><br />β. «τῆς Περσίδος γλώσσης», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>ως ουσ.</b> α) η [[Περσίδα]], η [[κάτοικος]] της Περσίας, αυτή που κατάγεται από την Περσία<br />β) η Περσία<br /><b>αρχ.</b><br /><b>ως ουσ.</b> περσικό [[ένδυμα]], [[ιμάτιο]] («οἱ μὲν καλοῡσι Περσίδ' οἱ δὲ καννάκην», <b>Αριστοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[Πέρσης]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ίς</i>].
}}
}}

Revision as of 12:17, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Περσίς Medium diacritics: Περσίς Low diacritics: Περσίς Capitals: ΠΕΡΣΙΣ
Transliteration A: Persís Transliteration B: Persis Transliteration C: Persis Beta Code: *persi/s

English (LSJ)

ίδος, pecul. fem. of Περσικός, Persian, A.Pers.59 (anap.), Th.1.138;

   A χώρη Hdt.3.97, al.    II as Subst.,    1 (sc. γῆ), Persis, Persia, Str.15.3.1, etc.    2 (sc. γυνή) Persian woman, X.Cyr.8.5.21, etc.    3 (sc. χλαῖνα) Persian cloak, Ar.V.1137.

Greek (Liddell-Scott)

Περσίς: -ίδος, ἀνώμαλ. θηλ. τοῦ Περσικός, Αἰσχύλ. Πέρσ. 59, κτλ. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ. 1) (ἐξυπακ. τοῦ γῆ), ἡ Περσία, νῦν Farsistan, Ἡρόδ. 3. 97, κτλ. 2) (ἐξυπακουομ. τοῦ γυνή), γυνὴ ἐκ Περσίας, Ξεν. Κύρ. 8. 5, 21, κτλ. 3) (δηλ. χλαῖνα), Περσικὸν ἐπανωφόριον, Ἀριστοφ. Σφ. 1137. ― Ἴδε Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολ. τ. Α΄, σ. 358.

French (Bailly abrégé)

ίδος
adj. f.
de Perse, persan, persique ; Περσὶς χώρη HDT ou simpl.Περσίς, la Perse (auj. Fars ou Farsistan) ; ἡ Περσίς (γυνή) femme de Perse, Persane.
Étymologie: Πέρσης².

English (Strong)

a Persian woman; Persis, a Christian female: Persis.

English (Thayer)

(literally, 'a Persian woman'), ἡ, accusative Περσίδα, Persis, a Christian woman: Romans 16:12.

Greek Monolingual

-ίδος, ἡ, ΜΑ
1. (ως επίθ.) περσική (α. «Περσὶς δὲ χώρη», Ηρόδ.
β. «τῆς Περσίδος γλώσσης», Θουκ.)
2. ως ουσ. α) η Περσίδα, η κάτοικος της Περσίας, αυτή που κατάγεται από την Περσία
β) η Περσία
αρχ.
ως ουσ. περσικό ένδυμα, ιμάτιο («οἱ μὲν καλοῡσι Περσίδ' οἱ δὲ καννάκην», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < Πέρσης + επίθημα -ίς].