πηγάνιον: Difference between revisions
From LSJ
Ἄξιόν ἐστι τὸ ἀρνίον τὸ ἐσφαγμένον λαβεῖν τὴν δύναμιν καὶ τὸν πλοῦτον καὶ σοφίαν καὶ ἰσχὺν καὶ τιμὴν καὶ δόξαν καὶ εὐλογίαν → Worthy is the Lamb that was slain to receive power, and riches, and wisdom, and strength, and honour, and glory, and blessing
(6_3) |
(32) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πηγάνιον''': [ᾰ], τό, [[βοτάνη]] τις ἔχουσα φύλλα σαρκώδη ὡς τὸ [[πήγανον]], Θεόφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 10, 4, Νικ. Θηρ. 531, Ἀλεξιφ. 49. | |lstext='''πηγάνιον''': [ᾰ], τό, [[βοτάνη]] τις ἔχουσα φύλλα σαρκώδη ὡς τὸ [[πήγανον]], Θεόφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 10, 4, Νικ. Θηρ. 531, Ἀλεξιφ. 49. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=τὸ, ΜΑ<br /><b>βλ.</b> [[πηγάνιος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:17, 29 September 2017
English (LSJ)
τό,
A = πήγανον, Thphr.HP1.10.4 (pl.), Nic.Th.531, Al.49.
German (Pape)
[Seite 608] τό, dim. von πήγανον, auch eine Art Gemüsepflanze mit fleischigen Blättern, Theophr.; Nic. Ther. 531 Al. 49.
Greek (Liddell-Scott)
πηγάνιον: [ᾰ], τό, βοτάνη τις ἔχουσα φύλλα σαρκώδη ὡς τὸ πήγανον, Θεόφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 10, 4, Νικ. Θηρ. 531, Ἀλεξιφ. 49.
Greek Monolingual
τὸ, ΜΑ
βλ. πηγάνιος.