πίασμα: Difference between revisions
Ζῆλος γυναικὸς πάντα πυρπολεῖ δόμον → Der Neid (Hass) auf eine Frau verbrennt das ganze Haus → Die Eifersucht der Frau verbrennt das ganze Haus
(Bailly1_4) |
(32) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<span class="bld">1</span>ατος (τό) :<br />engrais.<br />'''Étymologie:''' [[πιαίνω]]. | |btext=<span class="bld">1</span>ατος (τό) :<br />engrais.<br />'''Étymologie:''' [[πιαίνω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=<b>(I)</b><br />τὸ, Α [[πιαίνω]]<br />(για ποταμό) αυτός που πιαίνει, που παχαίνει, που καθιστά εύφορο, γόνιμο το [[έδαφος]] («[[πεδίον]] Ἀσωπὸς ῥοαῑς ἄρδει, φίλον [[πίασμα]] Βοιωτῶν χθονί», <b>Αισχύλ.</b>).———————— <b>(II)</b><br />τὸ, Α<br />(δωρ. και μτγν. τ.) [[αντί]] [[πίεσμα]].———————— <b>(III)</b><br />το, ΝΜ<br />(βυζ. μουσ.) ένα από τα 40 άφωνα μεγάλα σημάδια της βυζαντινής μουσικής, που σημειώνεται με κόκκινο [[μελάνι]] και δηλώνει μελωδικές γραμμές που ψάλλονται από μνήμης ανάλογα με τον ήχο και τον φθόγγο [[πάνω]] στον οποίο γράφεται. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:17, 29 September 2017
English (LSJ)
[ῑ] (A), ατος, τό, (πιαίνω)
A that which makes fat, of a river, π. Βοιωτῶν χθονί bringing fatness and riches to... A.Pers.806.
πίασμα [ῐ] (B), ατος, τό, Dor. and later Gr. for πίεσμα (q.v.).
German (Pape)
[Seite 612] τό, dor. statt πίεσμα, δακτύλου Eubul. bei Ath. III, 108 c. τό, das, was fett, fruchtbar macht, Dung, πεδίον Ἀσωπὸς ἄρδει, φίλον πίασμα Βοιωτῶν χθονί, Aesch. Pers. 792.
Greek (Liddell-Scott)
πίασμα: τό, (πιαίνω) τὸ παχῦνον, ἐπὶ ποταμοῦ, π. Βοιωτῶν χθονί, φέρων πάχος καὶ πλοῦτον εἰς..., Αἰσχύλ. Πέρσ. 806.
French (Bailly abrégé)
1ατος (τό) :
engrais.
Étymologie: πιαίνω.
Greek Monolingual
(I)
τὸ, Α πιαίνω
(για ποταμό) αυτός που πιαίνει, που παχαίνει, που καθιστά εύφορο, γόνιμο το έδαφος («πεδίον Ἀσωπὸς ῥοαῑς ἄρδει, φίλον πίασμα Βοιωτῶν χθονί», Αισχύλ.).———————— (II)
τὸ, Α
(δωρ. και μτγν. τ.) αντί πίεσμα.———————— (III)
το, ΝΜ
(βυζ. μουσ.) ένα από τα 40 άφωνα μεγάλα σημάδια της βυζαντινής μουσικής, που σημειώνεται με κόκκινο μελάνι και δηλώνει μελωδικές γραμμές που ψάλλονται από μνήμης ανάλογα με τον ήχο και τον φθόγγο πάνω στον οποίο γράφεται.