πλεοναχός: Difference between revisions
(Bailly1_4) |
(33) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ή, όν :<br />multiple.<br />'''Étymologie:''' [[πλέων]]. | |btext=ή, όν :<br />multiple.<br />'''Étymologie:''' [[πλέων]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -όν, Α<br /><b>1.</b> ο [[κάθε]] είδους ή [[λογής]], [[παντοειδής]], [[ποικίλος]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ πλεοναχόν</i><br /><i>η</i> [[ποικιλία]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>πλεοναχῶς</i> και [[πλειοναχῶς]] Α<br />με πολλούς τρόπους ή με διαφορετικές έννοιες («πλεοναχῶς ἐτυμολογεῑν», Στραβ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πλέον]], ουδ. του [[πλείων]] <span style="color: red;">+</span> ουρανικό [[πρόσφυμα]] -<i>αχ</i>- (<b>βλ.</b> [[πανταχώς]], [[πανταχού]])]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:18, 29 September 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A manifold, γενέσεως αἰτία Epicur.Ep.2p.36U.; κατὰ π. τρόπον ibid.; τοῦ π. τρόπου ib.p.41 U.; τὸ π. τὸ τῆς ῥητορικῆς diversity, Phld.Rh.1.50 S.:— elsewh. only Adv. πλεον-ᾰχῶς in various ways or senses, λέγεσθαι Arist. APo.89a28, EN1125b14, 1129a25, Epicur.Ep.1p.29U., al.; π. ἐτυμολογεῖν Str.10.3.8: also πλειοναχῶς, Iamb. Comm.Math.p.93 F.
German (Pape)
[Seite 630] mehrfach; Epicur. bei Diog. L. 10, 87. 95; adv., πλεοναχῶς, auf mehrere Arten, Epic. bei Diog. L. 10, 78. 80, Arist. part. an. 2. 2 u. öfter, topic. 1, 13 u. sonst.
Greek (Liddell-Scott)
πλεονᾰχός: -όν, πολλαπλοῦς, παντοῖος, κατὰ πλεοναχὸν τρόπον Διογ. Λ. 10. 87· τοῦ πλεοναχοῦ τρόπου αὐτόθι, 95· ― ἀλλαχοῦ ἐν χρήσει μόνον ὡς ἐπίρρ. πλεοναχῶς, κατὰ πολλοὺς τρόπους, Ἀριστ. π. Ἀναλυτ. Ὑστ. 1. 33, 6, Ἠθ. Ν. 4. 4, 4., 5, 1. 6, Ἐπίκουρ. παρὰ Διογ. Λ. 10. 78, 80, κτλ.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
multiple.
Étymologie: πλέων.
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α
1. ο κάθε είδους ή λογής, παντοειδής, ποικίλος
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ πλεοναχόν
η ποικιλία.
επίρρ...
πλεοναχῶς και πλειοναχῶς Α
με πολλούς τρόπους ή με διαφορετικές έννοιες («πλεοναχῶς ἐτυμολογεῑν», Στραβ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλέον, ουδ. του πλείων + ουρανικό πρόσφυμα -αχ- (βλ. πανταχώς, πανταχού)].