πλειών: Difference between revisions
ἀμείνω δ' αἴσιμα πάντα (Odyssey VII.310 / XV.71) → all things are better in moderation
(6_22) |
(33) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πλειών''': -ῶνος, ὁ, [[πλεῖος]], ([[πλέος]]) [[πλήρης]] [[χρόνος]] ἢ χρονικὴ [[περίοδος]] [[ἔτος]], Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 615, Καλλ. εἰς Δία 89, Ἀνθ. Π. 6. 93, Λυκόφρ. 201. | |lstext='''πλειών''': -ῶνος, ὁ, [[πλεῖος]], ([[πλέος]]) [[πλήρης]] [[χρόνος]] ἢ χρονικὴ [[περίοδος]] [[ἔτος]], Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 615, Καλλ. εἰς Δία 89, Ἀνθ. Π. 6. 93, Λυκόφρ. 201. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ῶνος, ὁ, Α<br />[[πλήρης]] [[χρόνος]] ή χρονική [[περίοδος]], [[έτος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[πλειών]] παραδίδεται από τον Ησύχιο με σημ. «[[πλείων]]<br /><i>ὁ ἐναιαυτός</i><br /><i>ἀπὸ τους καρπούς τῆς γῆς συμπληροῦσθαι</i>». Πολλοί έδωσαν στη λ. τη σημ. «[[καρπός]], [[σπόρος]]» και τήν συνέδεσαν με τον τ. που [[επίσης]] παραδίδει ο Ησύχιος «[[πλειόνει]]<br /><i>σπείρει</i>» (ο [[τελευταίος]] όμως έχει διορθωθεί σε <i>πλείονι</i><br /><i>πλήρεις</i>). Τη λ. δανείστηκαν οι Αλεξανδρινοί με σημ. «[[πλήρης]] [[χρόνος]], [[έτος]]». Σύμφωνα με την τελευταία [[άποψη]], η λ. παράγεται από το επίθ. [[πλέως]] / [[πλεῖος]] «[[πλήρης]]» (<span style="color: red;"><</span> [[πίμπλημι]]) με [[επίθημα]] -<i>ών</i> (πιθ. [[κατά]] τα ονόματα τών μηνών σε -<i>ών</i>, <b>πρβλ.</b> <i>Ανθεστηρίων</i>, <i>Πλυντηρίων</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:18, 29 September 2017
English (LSJ)
ῶνος, ὁ,
A full time or period, year, Hes.Op.617, Call.Jov.89, Lyc.201, AP6.93 (Antip.), IG9(1).880.16 (Corc.).
German (Pape)
[Seite 629] ὁ, die Zeit, das Jahr; Hes. O. 619; Callim. Iov. 89 u. a. sp. D.; ἐκ πολλοῦ πλειῶνος, Antp. Sid. 13 (VI, 93); nach den alten Erklärern ἀπὸ τοῦ πάντα πληροῦν, od. wunderlicher ἀπὸ τοῦ ἐκ πολλῶν συνεστηκέναι καὶ εἰς πολλὰ διῃρῆσθαι; eigtl. wohl von πλέος, der vollendete Zeitabschnitt. Vgl. πλεῖμα.
Greek (Liddell-Scott)
πλειών: -ῶνος, ὁ, πλεῖος, (πλέος) πλήρης χρόνος ἢ χρονικὴ περίοδος ἔτος, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 615, Καλλ. εἰς Δία 89, Ἀνθ. Π. 6. 93, Λυκόφρ. 201.
Greek Monolingual
-ῶνος, ὁ, Α
πλήρης χρόνος ή χρονική περίοδος, έτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. πλειών παραδίδεται από τον Ησύχιο με σημ. «πλείων
ὁ ἐναιαυτός
ἀπὸ τους καρπούς τῆς γῆς συμπληροῦσθαι». Πολλοί έδωσαν στη λ. τη σημ. «καρπός, σπόρος» και τήν συνέδεσαν με τον τ. που επίσης παραδίδει ο Ησύχιος «πλειόνει
σπείρει» (ο τελευταίος όμως έχει διορθωθεί σε πλείονι
πλήρεις). Τη λ. δανείστηκαν οι Αλεξανδρινοί με σημ. «πλήρης χρόνος, έτος». Σύμφωνα με την τελευταία άποψη, η λ. παράγεται από το επίθ. πλέως / πλεῖος «πλήρης» (< πίμπλημι) με επίθημα -ών (πιθ. κατά τα ονόματα τών μηνών σε -ών, πρβλ. Ανθεστηρίων, Πλυντηρίων].