πολεμιστής: Difference between revisions
Ῥᾴθυμος ἐὰν ᾖς, πλούσιος πένης ἔσῃ → Si dives es pigerque, mox iners eris → Dein Leichtsinn macht alsbald dich arm, seist du auch reich
(Autenrieth) |
(33) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
|auten=[[warrior]]. (Il. and Od. 24.499.) | |auten=[[warrior]]. (Il. and Od. 24.499.) | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο, ΝΜΑ, επικ. τ. [[πτολεμιστής]], Α, θηλ. [[πολεμίστρια]], ΝΑ, θηλ. πτολεμιστρίς, -[[ίδος]], Μ [[πολεμίζω]]<br />αυτός που μετέχει στον πόλεμο, αυτός που πολεμά, ο [[μαχητής]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «πολεμιστὴς [[ἵππος]]»<br />i) [[πολεμικός]] [[ίππος]]<br />ii) <b>πιθ.</b> [[ίππος]] ιπποδρομικών αγώνων. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:19, 29 September 2017
English (LSJ)
οῦ, ὁ, Ep. πτολ- Il.22.132:—
A warrior, ib.5.602, al., Pi.N.4.27, etc.: freq. in later Prose, LXXDe.2.14, Str.11.2.4, J. BJ6.2.5, Gal.14.283. II π. ἵππος war-horse, charger, D.S.2.41 (pl.), Str.15.1.29, Plu.Fab.20; ἵπποι π. are prob. racehorses trapped as chargers, Theoc.15.51, cf. IG22.2316.29, SIG697 H3 (Delph., ii B.C.), Phot. s.v.
German (Pape)
[Seite 654] ὁ, Krieger, Kämpfer, Streiter; Hom. bes. in der Il.; verbunden αἰχμητήν τ' ἔμεναι καὶ θαρσαλέον πολεμιστήν 5, 602; voc. πολεμιστά 16, 492; Pind. N. 4, 27 I. 4, 28; einzeln bei Sp.
Greek (Liddell-Scott)
πολεμιστής: καὶ Ἐπικ. (χάριν τοῦ μέτρ.) πτολ-, οῦ, ὁ· (πολεμίζω)· ― ὡς καὶ νῦν, αἰχμητὴν τ’ ἔμεναι καὶ θαρσαλέον πολεμιστὴν Ἰλ. Ε. 602, κ. ἀλλ., Πίνδ., κτλ.· πτολ-, Ἰλ. Χ. 132. ΙΙ. π. ἵππος, πολεμικὸς ἵππος, ὁ παρὰ Οὐεργιλίῳ bellator equus, Διόδ. 2. 11, πρβλ. Στράβ. 698· ἵπποι π., εἶναι πιθανῶς ἵπποι τῶν ἱπποδρομικῶν ἀγώνων ὡς εἰς πόλεμον ηὐτρεπισμένοι, διότι ὑπῆρχε τιοοῦτον ἀγώνισμα, Θεόκρ. 15. 51, πρβλ. Φώτ. ἐν λ., Ἑρμάνν. Πονημάτ. 5. 104.
French (Bailly abrégé)
οῦ;
1 adj. m. de guerre;
2 subst. ὁ πολεμιστής, guerrier combattant.
Étymologie: πολεμίζω.
English (Autenrieth)
warrior. (Il. and Od. 24.499.)
Greek Monolingual
ο, ΝΜΑ, επικ. τ. πτολεμιστής, Α, θηλ. πολεμίστρια, ΝΑ, θηλ. πτολεμιστρίς, -ίδος, Μ πολεμίζω
αυτός που μετέχει στον πόλεμο, αυτός που πολεμά, ο μαχητής
αρχ.
φρ. «πολεμιστὴς ἵππος»
i) πολεμικός ίππος
ii) πιθ. ίππος ιπποδρομικών αγώνων.