πολυκάρηνος: Difference between revisions

From LSJ

αἰτήσεις ἀκοὐεις σῶν ἱκετῶν· ταχἐως συνδραμεῖς ἀναπαὐων εὐεργετῶν· ἰάματα παρἐχεις, Ἱερἀρχα, τῇ πρὀς Θεὀν παρρησἰᾳ κοσμοὐμενος → You hear the prayers of your suppliants; quickly you come to their assistance, bringing relief and benefits; you provide the remedies, Archbishop, since you are endowed with free access to God.

Source
(6_6)
(33)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πολῠκάρηνος''': Ἐπ. πουλ-. ον. ὁ ἔχων πολλὰς κεφαλάς, [[πολυκέφαλος]], Ἀνθ. Πλαν. 91, Νόνν. Δ. 40. 233.
|lstext='''πολῠκάρηνος''': Ἐπ. πουλ-. ον. ὁ ἔχων πολλὰς κεφαλάς, [[πολυκέφαλος]], Ἀνθ. Πλαν. 91, Νόνν. Δ. 40. 233.
}}
{{grml
|mltxt=και επικ. τ. πουλυκάρηνος, -ον, Α<br />αυτός που έχει [[πολλά]] κεφάλια, [[πολυκέφαλος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>κάρηνος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κάρηνον]] «[[κεφάλι]]»), <b>πρβλ.</b> <i>ξανθο</i>-<i>κάρηνος</i>].
}}
}}

Revision as of 12:19, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολῠκάρηνος Medium diacritics: πολυκάρηνος Low diacritics: πολυκάρηνος Capitals: ΠΟΛΥΚΑΡΗΝΟΣ
Transliteration A: polykárēnos Transliteration B: polykarēnos Transliteration C: polykarinos Beta Code: poluka/rhnos

English (LSJ)

[ᾰ], Ep. πουλ-, ον,

   A many-headed, APl.4.91, Nonn. D.40.233.

German (Pape)

[Seite 664] vielköpfig.

Greek (Liddell-Scott)

πολῠκάρηνος: Ἐπ. πουλ-. ον. ὁ ἔχων πολλὰς κεφαλάς, πολυκέφαλος, Ἀνθ. Πλαν. 91, Νόνν. Δ. 40. 233.

Greek Monolingual

και επικ. τ. πουλυκάρηνος, -ον, Α
αυτός που έχει πολλά κεφάλια, πολυκέφαλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -κάρηνος (< κάρηνον «κεφάλι»), πρβλ. ξανθο-κάρηνος].