πολυμάθεια: Difference between revisions
From LSJ
ὁ γοῦν Ἀνάγυρός μοι κεκινῆσθαι δοκεῖ → did somebody fart, seems to me the Anagyros has been stirred up, I knew someone was raising a stink, the fat is in the fire
(Bailly1_4) |
(33) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ας (ἡ) :<br />grand savoir.<br />'''Étymologie:''' [[πολυμαθής]]. | |btext=ας (ἡ) :<br />grand savoir.<br />'''Étymologie:''' [[πολυμαθής]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=η / [[πολυμάθεια]], ΝΜΑ, και [[πολυμαθία]] και ιων. τ. πολυμαθίη, Α [[πολυμαθής]]<br /><b>1.</b> η [[ιδιότητα]] του πολυμαθούς, το να έχει μάθει [[κανείς]] και να γνωρίζει [[πολλά]]<br /><b>2.</b> <b>ως κύριο όν.</b> [[άλλη]] [[ονομασία]] της μούσας Πολύμνιας. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:19, 29 September 2017
English (LSJ)
[ᾰ], ἡ,
A = πολυμαθία (q.v.), Arist.Fr.62, Str.1.1.1, Ph.1.652, Luc.Salt.37: as pr. n. of a Muse at Sicyon, Plu.2.746e.
German (Pape)
[Seite 665] ἡ, das viel Lernen, Gelehrsamkeit, Luc. de salt. 33. 37. Vgl. πολυμαθία.
Greek (Liddell-Scott)
πολυμάθεια: ἡ, = πολυμαθία, (ὃ ἴδε), ἴδε ἐν λ. Πολύμνια.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
grand savoir.
Étymologie: πολυμαθής.
Greek Monolingual
η / πολυμάθεια, ΝΜΑ, και πολυμαθία και ιων. τ. πολυμαθίη, Α πολυμαθής
1. η ιδιότητα του πολυμαθούς, το να έχει μάθει κανείς και να γνωρίζει πολλά
2. ως κύριο όν. άλλη ονομασία της μούσας Πολύμνιας.