πολύρριζος: Difference between revisions

From LSJ

Ἐν νυκτὶ βουλὴ τοῖς σοφοῖσι γίγνεται → A nocte sapiens capere consilium solet → Die Weisen überkommt des Nachts ein guter Plan

Menander, Monostichoi, 150
(Bailly1_4)
(33)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />aux nombreuses racines.<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[ῥίζα]].
|btext=ος, ον :<br />aux nombreuses racines.<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[ῥίζα]].
}}
{{grml
|mltxt=και [[πολύριζος]], -η, -ο / [[πολύρριζος]] και [[πολύριζος]], -ον, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> (για φυτά) αυτός που έχει πολλές ρίζες<br /><b>2.</b> (για [[έδαφος]]) [[γόνιμος]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />(για γη) ο [[γεμάτος]] ρίζες<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για ιστό σε κακοήθη [[ασθένεια]]) [[ινώδης]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b>τὸ <i>πολύρριζον</i><br />α) το [[φυτό]] [[ελλέβορος]]<br />β) το [[φυτό]] [[επιμήδιο]]<br />γ) το [[φυτό]] πτέριδα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>ρριζος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ῥίζα]]), <b>πρβλ.</b> <i>βαθύ</i>-<i>ρριζος</i>].
}}
}}

Revision as of 12:19, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολύρριζος Medium diacritics: πολύρριζος Low diacritics: πολύρριζος Capitals: ΠΟΛΥΡΡΙΖΟΣ
Transliteration A: polýrrizos Transliteration B: polyrrizos Transliteration C: polyrrizos Beta Code: polu/rrizos

English (LSJ)

ον,

   A with many roots, Id.HP9.10.2, Epigr. ap. Poll.5.48 (Anyt.); full of roots, γῆ Gp.3.10.8.    2 bearing many ῥίζαι, i.e. fertile in herbs. Str.5.3.6,15.1.22.    3 metaph., firmly rooted, πολιτεία Plu.2.787f.    4 fibrous, of tissue in malignant disease, Hp. Mul.2.156.    II πολύρριζον, τό, = ἑλλέβορος μέλας, Dsc.4.162.    2 = πτερίς, ib.184.    3 = ἐπιμήδιον, Ps.-Dsc.4.19.

Greek (Liddell-Scott)

πολύρριζος: -ον, ὁ ἔχων πολλὰς ῥίζας, Θεόφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 10, 2, Ἀνθ. Π. παράρτ. 6. ΙΙ. πολύρριζον, τό, συνώνυμ. τῷ ἐπιμήδιον, Διοσκ. 4. 19.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux nombreuses racines.
Étymologie: πολύς, ῥίζα.

Greek Monolingual

και πολύριζος, -η, -ο / πολύρριζος και πολύριζος, -ον, ΝΜΑ
1. (για φυτά) αυτός που έχει πολλές ρίζες
2. (για έδαφος) γόνιμος
μσν.-αρχ.
(για γη) ο γεμάτος ρίζες
αρχ.
1. (για ιστό σε κακοήθη ασθένεια) ινώδης
2. το ουδ. ως ουσ.τὸ πολύρριζον
α) το φυτό ελλέβορος
β) το φυτό επιμήδιο
γ) το φυτό πτέριδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -ρριζος (< ῥίζα), πρβλ. βαθύ-ρριζος].