πολύστροφος: Difference between revisions
Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz
(SL_2) |
(33) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{Slater | {{Slater | ||
|sltr=[[πολύστροφος]], -ον</b> <br /> <b>1</b> [[making]] [[many]] turns met., [[inconstant]] Ἐλπίς, ἃ [[μάλιστα]] θνατῶν πολύστροφον γνώμαν κυβερνᾷ fr. 214. 3. | |sltr=[[πολύστροφος]], -ον</b> <br /> <b>1</b> [[making]] [[many]] turns met., [[inconstant]] Ἐλπίς, ἃ [[μάλιστα]] θνατῶν πολύστροφον γνώμαν κυβερνᾷ fr. 214. 3. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο / [[πολύστροφος]], -ον, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> πολύ συνεστραμμένος<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[ευμετάβλητος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (για [[ποίημα]]) αυτός ο [[οποίος]] αποτελείται από πολλές στροφές<br /><b>2.</b> (για μηχανές) αυτός που εκτελεί πολλές στροφές<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> (<b>για πρόσ.</b>) α) αυτός που το [[μυαλό]] του παίρνει πολλές στροφές, [[έξυπνος]], [[ευφυής]]<br />β) (με αρνητ. σημ.) [[πολύτροπος]], [[πανούργος]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για χορευτή) αυτός που κάνει πολλές στροφές<br /><b>2.</b> (για χειριστή πηδαλίου) ο [[ικανός]] να αλλάζει πολλές φορές την [[κατεύθυνση]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ([[κυρίως]] για τον ήλιο) αυτός που πραγματοποιεί πολλούς ελιγμούς<br /><b>2.</b> ο πολύ καλά κλωσμένος, [[πολύπλεκτος]] («λίνων πολυστρόφων», Φίλιππ. θεσσ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>στροφος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>στροφός</i> <span style="color: red;"><</span> [[στρέφω]]), <b>πρβλ.</b> <i>νεό</i>-<i>στροφος</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:19, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A much-twisted, λίνα ib.6.107 (Phil.); ἀκτίς Mesom.Sol.12. 2 versatile, γνώμα Pi.Fr.214; π. τὴν γνώμην Poll.6.131. 3 making many turns, of a dancer, Nonn.D.30.108; ἡνιοχεύς (of a steersman) ib.40.464.
German (Pape)
[Seite 674] viel od. oft gedreht, geflochten, λίνα, Philip. 8 (VI, 107); sich vielfach drehend, windend, πολύστροφον ἀκτῖνα ἀμπλέκων, von der Sonne, Dionys. 2; auch übertr., γνώμα, beweglich, gewandt, Pind. frg. 233.
Greek (Liddell-Scott)
πολύστροφος: -ον, ὁ πολὺ συνεστραμμένος, λίνα Ἀνθ. Π. 6. 107. 2) = πολύτροπος, γνώμα Πινδ. Ἀποσπ. 233· π. τὴν γνώμην Πολυδ. Ϛ΄, 131.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 tout à fait enroulé ; bien tressé;
2 qui tourne en tous sens ; fig. versatile, changeant, inconstant.
Étymologie: πολύς, στρέφω.
English (Slater)
πολύστροφος, -ον
1 making many turns met., inconstant Ἐλπίς, ἃ μάλιστα θνατῶν πολύστροφον γνώμαν κυβερνᾷ fr. 214. 3.
Greek Monolingual
-η, -ο / πολύστροφος, -ον, ΝΜΑ
1. πολύ συνεστραμμένος
2. μτφ. ευμετάβλητος
νεοελλ.
1. (για ποίημα) αυτός ο οποίος αποτελείται από πολλές στροφές
2. (για μηχανές) αυτός που εκτελεί πολλές στροφές
3. μτφ. (για πρόσ.) α) αυτός που το μυαλό του παίρνει πολλές στροφές, έξυπνος, ευφυής
β) (με αρνητ. σημ.) πολύτροπος, πανούργος
μσν.-αρχ.
1. (για χορευτή) αυτός που κάνει πολλές στροφές
2. (για χειριστή πηδαλίου) ο ικανός να αλλάζει πολλές φορές την κατεύθυνση
αρχ.
1. (κυρίως για τον ήλιο) αυτός που πραγματοποιεί πολλούς ελιγμούς
2. ο πολύ καλά κλωσμένος, πολύπλεκτος («λίνων πολυστρόφων», Φίλιππ. θεσσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -στροφος (< στροφός < στρέφω), πρβλ. νεό-στροφος].