πονηρόφθαλμος: Difference between revisions
From LSJ
ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός, ἀλλὰ ζωὴ ἀτελεύτητος → where there is no pain, no sorrow, no sighing, but life everlasting
(6_17) |
(33) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πονηρόφθαλμος''': -ον, ὁ ἔχων ὀφθαλμὸν πονηρόν, δηλ. βάσκανον, μνημονεύεται ἐκ τῶν Παροιμ. Σολομ. ΙΓ΄, 6, ἐν τῇ Παλ. Διαθ., [[ἔνθα]] νῦν, ἀνδρὶ βασκάνῳ. | |lstext='''πονηρόφθαλμος''': -ον, ὁ ἔχων ὀφθαλμὸν πονηρόν, δηλ. βάσκανον, μνημονεύεται ἐκ τῶν Παροιμ. Σολομ. ΙΓ΄, 6, ἐν τῇ Παλ. Διαθ., [[ἔνθα]] νῦν, ἀνδρὶ βασκάνῳ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που έχει πονηρό, βάσκανο [[μάτι]], αυτός που το [[βλέμμα]] του ματιάζει.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πονηρός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>όφθαλμος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ὀφθαλμός]]), <b>πρβλ.</b> <i>φοβερ</i>-<i>όφθαλμος</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:20, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A with evil (i.e. envious) eye, Al.Pr.23.6.
German (Pape)
[Seite 680] mit bösen Augen, = βάσκανος, LXX.
Greek (Liddell-Scott)
πονηρόφθαλμος: -ον, ὁ ἔχων ὀφθαλμὸν πονηρόν, δηλ. βάσκανον, μνημονεύεται ἐκ τῶν Παροιμ. Σολομ. ΙΓ΄, 6, ἐν τῇ Παλ. Διαθ., ἔνθα νῦν, ἀνδρὶ βασκάνῳ.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που έχει πονηρό, βάσκανο μάτι, αυτός που το βλέμμα του ματιάζει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πονηρός + -όφθαλμος (< ὀφθαλμός), πρβλ. φοβερ-όφθαλμος].