πρέσβος: Difference between revisions

From LSJ

τὸ γὰρ ὑπέγγυον δίκᾳ καὶ θεοῖσιν → liability to human and divine justice

Source
(Bailly1_4)
(34)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>ion.</i> -εος, <i>att.</i> -ους (τό) :<br />objet de respect ; [[πρέσβος]] Ἀργείων ESCHL l’auguste assemblée des Argiens.<br />'''Étymologie:''' [[πρέσβυς]].
|btext=<i>ion.</i> -εος, <i>att.</i> -ους (τό) :<br />objet de respect ; [[πρέσβος]] Ἀργείων ESCHL l’auguste assemblée des Argiens.<br />'''Étymologie:''' [[πρέσβυς]].
}}
{{grml
|mltxt=-εος, τὸ, Α<br />(<b>ποιητ. τ.</b>) [[πρέσβευμα]]. σεβαστό [[αντικείμενο]] (α. «[[βασίλεια]] γῡ<br />ναι, [[πρέσβος]] Πέρσαις» β. «[[πρέσβος]] Αργείων [[τόδε]]» — σεβαστή [[εκκλησία]], [[συνέλευση]] τών Αργείων, <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μεταπλασμένος τ. του [[πρέσβυς]], [[κατά]] τα: [[κράτος]], [[κῦδος]].
}}
}}

Revision as of 12:20, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρέσβος Medium diacritics: πρέσβος Low diacritics: πρέσβος Capitals: ΠΡΕΣΒΟΣ
Transliteration A: présbos Transliteration B: presbos Transliteration C: presvos Beta Code: pre/sbos

English (LSJ)

εος, τό, poet. word,

   A object of reverence, Πέρσαις to them, A. Pers.623 (anap.); π. Ἀργείων august assembly of... Id.Ag.855,1393.

German (Pape)

[Seite 698] τό, poet. = πρέσβευμα, Gegenstand der Verehrung; βασίλεια γύναι, πρέσβος Πέρσαις, Aesch. Pers. 615; auch πρέσβος Ἀργείων τόδε, die Ehrenversammlung, Ag. 829.

Greek (Liddell-Scott)

πρέσβος: τό, ποιητ. λέξ., τὸ ἐν τιμῇ ὄν, βασίλεια γύναι, πρέσβος Πέρσαις Αἰσχύλ. Πέρσ. 623· πρ. Ἀργείων, σεβασμία συνέλευσις τῶν Ἀργείων..., ὁ αὐτ. Ἀγ. 855. 1393.

French (Bailly abrégé)

ion. -εος, att. -ους (τό) :
objet de respect ; πρέσβος Ἀργείων ESCHL l’auguste assemblée des Argiens.
Étymologie: πρέσβυς.

Greek Monolingual

-εος, τὸ, Α
(ποιητ. τ.) πρέσβευμα. σεβαστό αντικείμενο (α. «βασίλεια γῡ
ναι, πρέσβος Πέρσαις» β. «πρέσβος Αργείων τόδε» — σεβαστή εκκλησία, συνέλευση τών Αργείων, Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του πρέσβυς, κατά τα: κράτος, κῦδος.