πρέσβος
English (LSJ)
εος, τό, poet. word, object of reverence, Πέρσαις to them, A. Pers.623 (anap.); π. Ἀργείων august assembly of... Id.Ag.855,1393.
German (Pape)
[Seite 698] τό, poet. = πρέσβευμα, Gegenstand der Verehrung; βασίλεια γύναι, πρέσβος Πέρσαις, Aesch. Pers. 615; auch πρέσβος Ἀργείων τόδε, die Ehrenversammlung, Ag. 829.
French (Bailly abrégé)
ion. -εος, att. -ους (τό) :
objet de respect ; πρέσβος Ἀργείων ESCHL l'auguste assemblée des Argiens.
Étymologie: πρέσβυς.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πρέσβος -ους, zonder contr. -εος, τό [πρέσβυς] object van respect:; βασίλεια γύναι, πρέσβος Πέρσαις koninklijke vrouwe, door de Perzen hogelijk geëerd Aeschl. Pers. 623; uitbr.: ἄνδρες πολῖται, πρέσβος Ἀργείων heren burgers, verheven raad der Grieken Aeschl. Ag. 855.
Russian (Dvoretsky)
πρέσβος: εος τό предмет глубокого уважения: π. Πέρσαις Aesch. (царица Атосса), окруженная почитанием персов; π. Ἀργείων Aesch. высокочтимое собрание аргосских старейшин.
Greek Monolingual
-εος, τὸ, Α
(ποιητ. τ.) πρέσβευμα. σεβαστό αντικείμενο (α. «βασίλεια γῡ
ναι, πρέσβος Πέρσαις» β. «πρέσβος Αργείων τόδε» — σεβαστή εκκλησία, συνέλευση τών Αργείων, Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του πρέσβυς, κατά τα: κράτος, κῦδος.
Greek Monotonic
πρέσβος: τό (πρεσβύς), αντικείμενο τιμής, σε Αισχύλ.· πρέσβος Ἀργείων, η σεβάσμια συνέλευση των Αργείων, στον ίδ.
Greek (Liddell-Scott)
πρέσβος: τό, ποιητ. λέξ., τὸ ἐν τιμῇ ὄν, βασίλεια γύναι, πρέσβος Πέρσαις Αἰσχύλ. Πέρσ. 623· πρ. Ἀργείων, σεβασμία συνέλευσις τῶν Ἀργείων..., ὁ αὐτ. Ἀγ. 855. 1393.
Middle Liddell
πρέσβος, εος, τό, [πρεσβύς]
an object of reverence, Aesch.; πρ. Ἀργείων august assembly of Argives, Aesch.