πρεπόντως: Difference between revisions

From LSJ

ἀδικία ἕξις ὑπεροπτικὴ νόμων → injustice: the state of despising the laws

Source
(SL_2)
(34)
Line 21: Line 21:
{{Slater
{{Slater
|sltr=[[πρεπόντως]] <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[fittingly]] συμμεῖξαι [[πρεπόντως]] (O. 3.9)
|sltr=[[πρεπόντως]] <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[fittingly]] συμμεῖξαι [[πρεπόντως]] (O. 3.9)
}}
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>επίρρ.</b> [[κατά]] πρέποντα, [[κατά]] αρμόζοντα τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πρέπων]], -<i>οντος</i>, μτχ. του [[πρέπω]].
}}
}}

Revision as of 12:20, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρεπόντως Medium diacritics: πρεπόντως Low diacritics: πρεπόντως Capitals: ΠΡΕΠΟΝΤΩΣ
Transliteration A: prepóntōs Transliteration B: prepontōs Transliteration C: prepontos Beta Code: prepo/ntws

English (LSJ)

Adv. part. of πρέπω,

   A fitly, meetly, A.Ag.687 (lyr.); gracefully, Pi.O.3.9, Th.4.126.    2 c. dat., in a manner befitting, suitably to, σαυτῷ τε καὶ τῇ πατρίδι π. Pl.Lg.699d, cf. 835b: c. gen., in a manner worthy of, π. τῶν πραξάντων Id.Mx.239c.

German (Pape)

[Seite 697] adv. part. praes. von πρέπω, auf geziemende od. schickliche Art; Pind. Ol. 3, 9; Aesch. Ag. 673; Eur. Rhes. 202; u. in Prosa: ὡς πρεπόντως τοῦ νεανίσκου εἰπόντος, Plat. Conv. 198 a, σαυτῷ καὶ τῇ πατρίδι πρεπόντως, Legg. III, 699 a, u. sonst.

Greek (Liddell-Scott)

πρεπόντως: ἐπίρρ. μετοχ. ἐνεστ. τοῦ πρέπω, κατὰ πρέποντα τρόπον, προσηκόντως, Αἰσχύλ. Ἀγ. 687· ὡς πρέπει, χαριέντως, ἐπιχαρίτως, Πινδ. Ο. 3. 16. 2) μετὰ δοτ., κατὰ τρόπον ἁρμόζοντα εἰς..., σαυτῇ καὶ τῇ πατρίδι πρ. Πλάτ. Νόμ. 699D, πρβλ. 835Β· μετὰ γεν., ὡς τὸ ἀξίως, πρ. τῶν πραξόντων ὁ αὐτ. ἐν Μενεξ. 239C.

French (Bailly abrégé)

adv.
décemment, convenablement.
Étymologie: πρέπων part. prés. de πρέπω.

English (Slater)

πρεπόντως
   1 fittingly συμμεῖξαι πρεπόντως (O. 3.9)

Greek Monolingual

Α
επίρρ. κατά πρέποντα, κατά αρμόζοντα τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρέπων, -οντος, μτχ. του πρέπω.