προανίστημι: Difference between revisions

From LSJ

τεκμαιρόμενοι προκατηγορίας οὐ προγεγενημένης → deducing from the fact that there was no previous accusation

Source
(6_20)
(34)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''προανίστημι''': στήνω πρότερον, δρυφάκτους προανίστησι τῶν τεκτόνων Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 3. 7, 10· [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσῳ ἀορ. α΄, [[αὐτόθι]] 5. 3, 2· ― Παθ., μετ’ ἀορ. ἐνεργ., ἀνίσταμαι πρὸ τῶν ἄλλων, «τὸ δὲ προεκπηδᾶν προανίστασθαι Στράττις εἶπε· “τί [[ὥσπερ]] οἱ σταδιοδρόμοι προανίστασαι;”» [[Πολυδ]]. Γ΄, 146· ἐγείρομαι πρὸ τῆς χαραυγῆς, «τὸ δὲ προαναστῆναι περὶ τοῦ ὄρθρου ἐπορθρεύσασθαι» ὁ αὐτ. Α΄, 71.
|lstext='''προανίστημι''': στήνω πρότερον, δρυφάκτους προανίστησι τῶν τεκτόνων Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 3. 7, 10· [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσῳ ἀορ. α΄, [[αὐτόθι]] 5. 3, 2· ― Παθ., μετ’ ἀορ. ἐνεργ., ἀνίσταμαι πρὸ τῶν ἄλλων, «τὸ δὲ προεκπηδᾶν προανίστασθαι Στράττις εἶπε· “τί [[ὥσπερ]] οἱ σταδιοδρόμοι προανίστασαι;”» [[Πολυδ]]. Γ΄, 146· ἐγείρομαι πρὸ τῆς χαραυγῆς, «τὸ δὲ προαναστῆναι περὶ τοῦ ὄρθρου ἐπορθρεύσασθαι» ὁ αὐτ. Α΄, 71.
}}
{{grml
|mltxt=Α [[ἀνίστημι]]<br /><b>1.</b> [[ανεγείρω]] [[κάτι]] [[προηγουμένως]] («δρυφάκτους προανίστησι τῶν τεκτόνων», <b>Ιώσ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> [[προανίσταμαι]]<br />α) [[παρασκευάζω]] [[κάτι]] για τον εαυτό μου («ὅσα κήπων προανεστήσαντο καὶ δένδρων οἱ οἰκήτορες», <b>Ιώσ.</b>)<br />β) [[ξεκινώ]] σε αγώνα δρόμου [[πριν]] από τους άλλους<br />γ) σηκώνομαι από το [[τραπέζι]] [[πρώτος]]<br />δ) σηκώνομαι [[πριν]] από τη [[χαραυγή]].
}}
}}

Revision as of 12:20, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προανίστημι Medium diacritics: προανίστημι Low diacritics: προανίστημι Capitals: ΠΡΟΑΝΙΣΤΗΜΙ
Transliteration A: proanístēmi Transliteration B: proanistēmi Transliteration C: proanistimi Beta Code: proani/sthmi

English (LSJ)

   A set up before, δρυφάκτους τῶν τεκτύνων J.BJ3.7.10: aor.1 Med., ib.5.3.2:—Pass. with aor.2 Act., start up first, Stratt.62; rise from table first, Ach. Tat.5.18; rise before daybreak, Poll.1.71.

Greek (Liddell-Scott)

προανίστημι: στήνω πρότερον, δρυφάκτους προανίστησι τῶν τεκτόνων Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 3. 7, 10· οὕτως ἐν τῷ μέσῳ ἀορ. α΄, αὐτόθι 5. 3, 2· ― Παθ., μετ’ ἀορ. ἐνεργ., ἀνίσταμαι πρὸ τῶν ἄλλων, «τὸ δὲ προεκπηδᾶν προανίστασθαι Στράττις εἶπε· “τί ὥσπερ οἱ σταδιοδρόμοι προανίστασαι;”» Πολυδ. Γ΄, 146· ἐγείρομαι πρὸ τῆς χαραυγῆς, «τὸ δὲ προαναστῆναι περὶ τοῦ ὄρθρου ἐπορθρεύσασθαι» ὁ αὐτ. Α΄, 71.

Greek Monolingual

Α ἀνίστημι
1. ανεγείρω κάτι προηγουμένως («δρυφάκτους προανίστησι τῶν τεκτόνων», Ιώσ.)
2. μέσ. προανίσταμαι
α) παρασκευάζω κάτι για τον εαυτό μου («ὅσα κήπων προανεστήσαντο καὶ δένδρων οἱ οἰκήτορες», Ιώσ.)
β) ξεκινώ σε αγώνα δρόμου πριν από τους άλλους
γ) σηκώνομαι από το τραπέζι πρώτος
δ) σηκώνομαι πριν από τη χαραυγή.