προεκτίθημι: Difference between revisions

From LSJ

θεὸς δ' ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται → God doesn't stand by those who do wrong

Source
(6_6)
(34)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''προεκτίθημι''': ἐκτίθημί τι πρότερον, τι εἰς τὸ δημόσιον Δίων Κ. 53. 21. ΙΙ. Μέσ., ἐκθέτω πρότερον ἢ ἐν εἴδει προλόγου, Ἀριστ. Ρητ. πρ. Ἀλέξ. 30, 2, Πολύβ. 1. 13, κ. ἀλλ.· [[οὕτως]] ἐν τῷ παθ. πρκμ. προεκτέθειμαι, Συλλ. Ἐπιγρ. (προσθῆκαι) 2561b. 55. 2) [[προκατεργάζομαι]], [[προπαρασκευάζω]], τοῖς ἐμβρύοις τὴν τροφὴν Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 2. 7, 4.
|lstext='''προεκτίθημι''': ἐκτίθημί τι πρότερον, τι εἰς τὸ δημόσιον Δίων Κ. 53. 21. ΙΙ. Μέσ., ἐκθέτω πρότερον ἢ ἐν εἴδει προλόγου, Ἀριστ. Ρητ. πρ. Ἀλέξ. 30, 2, Πολύβ. 1. 13, κ. ἀλλ.· [[οὕτως]] ἐν τῷ παθ. πρκμ. προεκτέθειμαι, Συλλ. Ἐπιγρ. (προσθῆκαι) 2561b. 55. 2) [[προκατεργάζομαι]], [[προπαρασκευάζω]], τοῖς ἐμβρύοις τὴν τροφὴν Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 2. 7, 4.
}}
{{grml
|mltxt=Α [[ἐκτίθημι]]<br /><b>1.</b> [[εκθέτω]] ή [[κοινοποιώ]] [[προηγουμένως]] [[κάτι]]<br /><b>2.</b> [[εκθέτω]] προκαταρκτικά [[κάτι]] («τὰ ἐν τοῑς ἔπεσι τούτοις ζητούμενα προεκθεμένους», <b>Στράβ.</b>)<br /><b>3.</b> [[οικοδομώ]], [[κτίζω]] [[προέκταση]]<br /><b>4.</b> <b>μέσ.</b> <i>προεκτίθεμαι</i><br />[[προπαρασκευάζω]].
}}
}}

Revision as of 12:21, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προεκτίθημι Medium diacritics: προεκτίθημι Low diacritics: προεκτίθημι Capitals: ΠΡΟΕΚΤΙΘΗΜΙ
Transliteration A: proektíthēmi Transliteration B: proektithēmi Transliteration C: proektithimi Beta Code: proekti/qhmi

English (LSJ)

   A put out or publish before, λόγον ζητήματος ib. 1035b; ἔστιν ἃ εἰς τὸ δημόσιον D.C.53.21.    2 build out, as a salient or projection, Ph.Bel.84.6.    II set forth or expound before or by way of preface, τὸ πρᾶγμα τοῖς ἀκούουσι π. Arist.Rh.Al.1436a40; δι' ἃ -τεθήκαμεν Demetr.Lac.Herc.1055.23: more freq. in Med., Plb.1.13.1, Str.1.2.31, J.AJ12.2.5: so in pf. Pass., καθότι -τεθείμεθα SIG 685.56 (Magn. Mae., ii B.C.); καθ' ἣν -τεθείμεθα τήρησιν A.D.Synt.70.1, cf. Heliod. ap. Orib.49.21.15.    2 Med., secrete and prepare beforehand, τοῖς ἐμβρύοις ἡ φύσις π. τὴν τροφήν Arist.GA746a3.

German (Pape)

[Seite 719] (s. τίθημι), vorher aus- od. wegsetzen, Arist. gen. an. 2, 7; med., vorher kurz auseinandersetzen, Pol. 1, 13, 1. 3, 1, 5; ἐς τὸ δημόσιον D. C. 53, 21; Rhett. bei Hermog. de invent. 3, 2.

Greek (Liddell-Scott)

προεκτίθημι: ἐκτίθημί τι πρότερον, τι εἰς τὸ δημόσιον Δίων Κ. 53. 21. ΙΙ. Μέσ., ἐκθέτω πρότερον ἢ ἐν εἴδει προλόγου, Ἀριστ. Ρητ. πρ. Ἀλέξ. 30, 2, Πολύβ. 1. 13, κ. ἀλλ.· οὕτως ἐν τῷ παθ. πρκμ. προεκτέθειμαι, Συλλ. Ἐπιγρ. (προσθῆκαι) 2561b. 55. 2) προκατεργάζομαι, προπαρασκευάζω, τοῖς ἐμβρύοις τὴν τροφὴν Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 2. 7, 4.

Greek Monolingual

Α ἐκτίθημι
1. εκθέτω ή κοινοποιώ προηγουμένως κάτι
2. εκθέτω προκαταρκτικά κάτι («τὰ ἐν τοῑς ἔπεσι τούτοις ζητούμενα προεκθεμένους», Στράβ.)
3. οικοδομώ, κτίζω προέκταση
4. μέσ. προεκτίθεμαι
προπαρασκευάζω.