προσεπιγίγνομαι: Difference between revisions

From LSJ

κέρκος τῇ ἀλώπεκι μαρτυρεῖ → you can tell a fox by its tail, small traits give the clue to the character of a person

Source
(6_5)
(34)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''προσεπιγίγνομαι''': ἀποθ., προστίθεμαι, Ἱππ. 454. 15, Πολύβ. 4. 45, 10.
|lstext='''προσεπιγίγνομαι''': ἀποθ., προστίθεμαι, Ἱππ. 454. 15, Πολύβ. 4. 45, 10.
}}
{{grml
|mltxt=Α [[ἐπιγί</i>(<i>γ</i>)<i>νομαι]]<br /><b>1.</b> [[γίνομαι]], [[έρχομαι]] επί [[πλέον]], [[προστίθεμαι]] («τῶν ἐνεόντων κακῶν καὶ τῶν προσεπιγιγνομένων», Ιπποκρ.)<br /><b>2.</b> [[γίνομαι]] κι εγώ [[διαφορετικός]].
}}
}}

Revision as of 12:23, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσεπιγίγνομαι Medium diacritics: προσεπιγίγνομαι Low diacritics: προσεπιγίγνομαι Capitals: ΠΡΟΣΕΠΙΓΙΓΝΟΜΑΙ
Transliteration A: prosepigígnomai Transliteration B: prosepigignomai Transliteration C: prosepigignomai Beta Code: prosepigi/gnomai

English (LSJ)

   A to be added, supervene, Hp.Morb.1.19, Plb.4.45.10.    II become as well, turn out in addition, π. εὐκλεεῖς Plu.Aob.19.

German (Pape)

[Seite 760] (s. γίγνομαι), noch dazu werden, sein, noch dazukommen, Hippocr. u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

προσεπιγίγνομαι: ἀποθ., προστίθεμαι, Ἱππ. 454. 15, Πολύβ. 4. 45, 10.

Greek Monolingual

Α [[ἐπιγί(γ)νομαι]]
1. γίνομαι, έρχομαι επί πλέον, προστίθεμαι («τῶν ἐνεόντων κακῶν καὶ τῶν προσεπιγιγνομένων», Ιπποκρ.)
2. γίνομαι κι εγώ διαφορετικός.