πυρηνώδης: Difference between revisions
From LSJ
Λάλει τὰ μέτρια, μὴ λάλει δ', ἃ μή σε δεῖ → Modestus sermo, et qualis deceat, sit tuus → Sprich maßvoll, spricht nicht aus, was unanständig ist
(13_1) |
(35) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0821.png Seite 821]] ες, = [[πυρηνοειδής]]; [[καρπός]], eine Frucht mit hartem Kerne, Ggstz [[ἀπύρηνος]], Arist. H. A. 6, 13 u. Theophr. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0821.png Seite 821]] ες, = [[πυρηνοειδής]]; [[καρπός]], eine Frucht mit hartem Kerne, Ggstz [[ἀπύρηνος]], Arist. H. A. 6, 13 u. Theophr. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ες / [[πυρηνώδης]], -ῶδες, ΝΑ [[πυρήν]], -<i>ῆνος</i>]<br />ο όμοιος με [[πυρήνα]] καρπού, πυρηνοείδής<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το πυρηνώδες</i><br /><b>βοτ.</b> [[άλλη]] [[ονομασία]] για το πυρηνοειδές<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>μτφ.</b> (για τα μάτια) [[άχαρος]] («πυρηνώδεις οφθαλμοί», <b>Αριστοτ.</b>). | |||
}} | }} |
Revision as of 12:25, 29 September 2017
English (LSJ)
ες,
A like a fruit-stone, σπέρματα Thphr.HP1.11.3, al.; ὀφθαλμοί dub. in Arist.HA568a1.
German (Pape)
[Seite 821] ες, = πυρηνοειδής; καρπός, eine Frucht mit hartem Kerne, Ggstz ἀπύρηνος, Arist. H. A. 6, 13 u. Theophr.
Greek Monolingual
-ες / πυρηνώδης, -ῶδες, ΝΑ πυρήν, -ῆνος]
ο όμοιος με πυρήνα καρπού, πυρηνοείδής
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το πυρηνώδες
βοτ. άλλη ονομασία για το πυρηνοειδές
αρχ.
1. μτφ. (για τα μάτια) άχαρος («πυρηνώδεις οφθαλμοί», Αριστοτ.).