πυραμιδικός: Difference between revisions

From LSJ

θεοὶ μὲν γὰρ μελλόντων, ἄνθρωποι δὲ γιγνομένων, σοφοὶ δὲ προσιόντων αἰσθάνονται → because gods perceive future things, men what is happening now, but wise men perceive approaching things

Source
(6_11)
(35)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''πῡρᾰμῐδῐκός''': ἡ, όν, ὁ ἔχων [[σχῆμα]] πυραμίδος, Ἰαμβλίχ. Ἀριθμ. 133.
|lstext='''πῡρᾰμῐδῐκός''': ἡ, όν, ὁ ἔχων [[σχῆμα]] πυραμίδος, Ἰαμβλίχ. Ἀριθμ. 133.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[πυραμιδικός]], -ή, -όν, <i>ΝΑ</i> [[πυραμίς]], -[[ίδος]]]<br />αυτός που έχει [[σχήμα]] πυραμίδας, [[πυραμιδοειδής]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (ανατ. -ιατρ.) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε ανατομικό σχηματισμό πυραμίδας<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «πυραμιδική [[οδός]]»<br />(ανατ. -φυσιολ.) η κύρια φλοιονωτιαία νευρική [[οδός]], η οποία συνίσταται από κινητικές ίνες που εκπορεύονται από τον κινητικό φλοιό του εγκεφάλου και κατέρχονται δια μέσου της έσω κάψας του, του μεσεγκεφάλου και της γέφυρας στο πρόσθιο [[τμήμα]] του προμήκους μυελού, όπου σχηματίζουν [[δεξιά]] και αριστερά από την πρόσθια [[μέση]] τις πυραμίδες<br />β) «πυραμιδικό [[σύνδρομο]]»<br /><b>ιατρ.</b> [[σύνολο]] συμπτωμάτων που ακολουθούν τη [[διακοπή]] της πυραμιδικής οδού, όπως [[είναι]] λ.χ. η [[παράλυση]] ή [[πάρεση]], η σπαστική [[υπερτονία]], η [[ενίσχυση]] των οστεοτενόντιων αντανακλαστικών, οι μεταβολές τών δερματικών αντανακλαστικών. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[πυραμιδικώς]] / <i>πυραμιδικῶς</i> ΝΑ<br />με πυραμιδικό τρόπο.
}}
}}

Revision as of 12:25, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πῡρᾰμῐδῐκός Medium diacritics: πυραμιδικός Low diacritics: πυραμιδικός Capitals: ΠΥΡΑΜΙΔΙΚΟΣ
Transliteration A: pyramidikós Transliteration B: pyramidikos Transliteration C: pyramidikos Beta Code: puramidiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A pyramidal, Iamb. in Nic. p.72 P., al. Adv. -κῶς prob. cj. in Theol.Ar.22.

Greek (Liddell-Scott)

πῡρᾰμῐδῐκός: ἡ, όν, ὁ ἔχων σχῆμα πυραμίδος, Ἰαμβλίχ. Ἀριθμ. 133.

Greek Monolingual

-ή, -ό / πυραμιδικός, -ή, -όν, ΝΑ πυραμίς, -ίδος]
αυτός που έχει σχήμα πυραμίδας, πυραμιδοειδής
νεοελλ.
1. (ανατ. -ιατρ.) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε ανατομικό σχηματισμό πυραμίδας
2. φρ. α) «πυραμιδική οδός»
(ανατ. -φυσιολ.) η κύρια φλοιονωτιαία νευρική οδός, η οποία συνίσταται από κινητικές ίνες που εκπορεύονται από τον κινητικό φλοιό του εγκεφάλου και κατέρχονται δια μέσου της έσω κάψας του, του μεσεγκεφάλου και της γέφυρας στο πρόσθιο τμήμα του προμήκους μυελού, όπου σχηματίζουν δεξιά και αριστερά από την πρόσθια μέση τις πυραμίδες
β) «πυραμιδικό σύνδρομο»
ιατρ. σύνολο συμπτωμάτων που ακολουθούν τη διακοπή της πυραμιδικής οδού, όπως είναι λ.χ. η παράλυση ή πάρεση, η σπαστική υπερτονία, η ενίσχυση των οστεοτενόντιων αντανακλαστικών, οι μεταβολές τών δερματικών αντανακλαστικών.
επίρρ...
πυραμιδικώς / πυραμιδικῶς ΝΑ
με πυραμιδικό τρόπο.