ῥύσκομαι: Difference between revisions
From LSJ
κακῆς ἀπ' ἀρχῆς γίγνεται [[τέλος]] κακόν → from a bad [[beginning]] comes a bad end (Euripides' Aeolus fr. 32)
(6_3) |
(36) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ῥύσκομαι''': [[τύπος]] [[ἰσοδύναμος]] τῷ [[ῥύομαι]]· ῥύσκευ, Ἐπικ. β΄ ἐνικ. παρατ., ὅς τὲ μιν αὐτὴν ῥύσκευ Ἰλ. Ω. 730. | |lstext='''ῥύσκομαι''': [[τύπος]] [[ἰσοδύναμος]] τῷ [[ῥύομαι]]· ῥύσκευ, Ἐπικ. β΄ ἐνικ. παρατ., ὅς τὲ μιν αὐτὴν ῥύσκευ Ἰλ. Ω. 730. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=Α<br />παρλλ. τ. του [[ῥύομαι]] («ὅς τέ μιν αὐτὴν ῥύσκεν», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>ῥῡ</i>- του [[ἐρύω]] (ΙΙ) «[[προστατεύω]]» <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>σκω</i> / -<i>σκομαι</i> (<b>πρβλ.</b> <i>βιώ</i>-<i>σκομαι</i>)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:27, 29 September 2017
English (LSJ)
A v. ρύω (B). ῥυσμός, ῥυσμόω, v. ῥυθμός, ῥυθμόω.
German (Pape)
[Seite 853] Nebenform von ῥύομαι, ἦ γὰρ ὄλωλας ἐπίσκοπος, ὅς τέ μιν αὐτὴν ῥύσκευ Il. 24, 729.
Greek (Liddell-Scott)
ῥύσκομαι: τύπος ἰσοδύναμος τῷ ῥύομαι· ῥύσκευ, Ἐπικ. β΄ ἐνικ. παρατ., ὅς τὲ μιν αὐτὴν ῥύσκευ Ἰλ. Ω. 730.
Greek Monolingual
Α
παρλλ. τ. του ῥύομαι («ὅς τέ μιν αὐτὴν ῥύσκεν», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ῥῡ- του ἐρύω (ΙΙ) «προστατεύω» + επίθημα -σκω / -σκομαι (πρβλ. βιώ-σκομαι)].