σηραγγώδης: Difference between revisions
ὥστε ὁ βίος, ὢν καὶ νῦν χαλεπός, εἰς τὸν χρόνον ἐκεῖνον ἀβίωτος γίγνοιτ' ἂν τὸ παράπαν → and so life, which is hard enough now, would then become absolutely unendurable
(Bailly1_4) |
(37) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ης, ες :<br /><b>1</b> rempli de creux;<br /><b>2</b> poreux ; τὸ σηραγγῶδες ÉL porosité.<br />'''Étymologie:''' [[σῆραγξ]]. | |btext=ης, ες :<br /><b>1</b> rempli de creux;<br /><b>2</b> poreux ; τὸ σηραγγῶδες ÉL porosité.<br />'''Étymologie:''' [[σῆραγξ]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ες, / [[σηραγγώδης]], -ῶδες, ΝΜΑ [[σῆραγξ]], -<i>αγγος</i>]<br />(για όργανα του σώματος) αυτός που χαρακτηρίζεται από την ύπαρξη στο εσωτερικό του πολυπληθών κοιλοτήτων, [[πορώδης]], [[σπογγώδης]] (α. «σηραγγώδες [[σώμα]]» β. «θηλαὶ σηραγγώδεις», Σωρ.<br />γ. «σηραγγῶδες νεῡρον», <b>Γαλ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ανατ.</b> <b>φρ.</b> α) «σηραγγώδεις κόλποι» — δύο φλεβώδεις κόλποι του κρανίου<br />β) «σηραγγώδη σώματα του πέους» — δύο στυτικά όργανα που σχηματίζουν το [[σώμα]] της κλειτορίδας<br /><b>αρχ.</b><br />[[γεμάτος]] σπήλαια («λεπτή τε κατὰ τοῡτο καὶ [[σηραγγώδης]] ἐστίν ἡ Ἴδη», <b>Παυσ.</b>). | |||
}} | }} |
Revision as of 12:28, 29 September 2017
English (LSJ)
ες,
A full of holes or caverns, Ἴδη Paus.10.12.4, cf. D.C.48.51, Agath.2.15, Lyd.Ost.53. 2 porous, spongy, Hp.VC 1, al.; θηλαί Sor.1.88; νεῦρον Gal.10.968.
German (Pape)
[Seite 876] ες, höhlenartig, voll Höhlen, porös, löcherig, Sp., wie Plut. plac. phil. 3, 15.
Greek (Liddell-Scott)
σηραγγώδης: -ες, (εἶδος) πλήρης ὀπῶν καὶ σπηλαίων, Ἴδη Παυσ. 10. 12, 4. 2) πορώδης, σπογγώδης, Ἱππ. Κεφ. Τρωμ. 896, κ. ἀλλ.· πρβλ. Foës Oecon.
French (Bailly abrégé)
ης, ες :
1 rempli de creux;
2 poreux ; τὸ σηραγγῶδες ÉL porosité.
Étymologie: σῆραγξ.
Greek Monolingual
-ες, / σηραγγώδης, -ῶδες, ΝΜΑ σῆραγξ, -αγγος]
(για όργανα του σώματος) αυτός που χαρακτηρίζεται από την ύπαρξη στο εσωτερικό του πολυπληθών κοιλοτήτων, πορώδης, σπογγώδης (α. «σηραγγώδες σώμα» β. «θηλαὶ σηραγγώδεις», Σωρ.
γ. «σηραγγῶδες νεῡρον», Γαλ.)
νεοελλ.
ανατ. φρ. α) «σηραγγώδεις κόλποι» — δύο φλεβώδεις κόλποι του κρανίου
β) «σηραγγώδη σώματα του πέους» — δύο στυτικά όργανα που σχηματίζουν το σώμα της κλειτορίδας
αρχ.
γεμάτος σπήλαια («λεπτή τε κατὰ τοῡτο καὶ σηραγγώδης ἐστίν ἡ Ἴδη», Παυσ.).