σθενοβλαβής: Difference between revisions

From LSJ

τίς γὰρ ἁδονᾶς ἄτερ θνατῶν βίος ποθεινὸς ἢ ποία τυραννίς; τᾶς ἄτερ οὐδὲ θεῶν ζηλωτὸς αἰών → What human life is desirable without pleasure, or what lordly power? Without it not even the life of the gods is enviable.

Source
(6_8)
(37)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σθενοβλᾰβής''': -ές, ὁ τὴν ἰσχὺν βλάπτων, ἐξασθενίζων, ἐκνευρίζων, Ὀππ. Κυν. 2. 82.
|lstext='''σθενοβλᾰβής''': -ές, ὁ τὴν ἰσχὺν βλάπτων, ἐξασθενίζων, ἐκνευρίζων, Ὀππ. Κυν. 2. 82.
}}
{{grml
|mltxt=-ές, Α<br />αυτός που βλάπτει το [[σθένος]], που προκαλεί [[εξασθένηση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σθένος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>βλαβής</i>, πιθ. [[κατά]] το [[φρενοβλαβής]].
}}
}}

Revision as of 12:28, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σθενοβλᾰβής Medium diacritics: σθενοβλαβής Low diacritics: σθενοβλαβής Capitals: ΣΘΕΝΟΒΛΑΒΗΣ
Transliteration A: sthenoblabḗs Transliteration B: sthenoblabēs Transliteration C: sthenovlavis Beta Code: sqenoblabh/s

English (LSJ)

ές,

   A hurting the strength, weakening, Opp.C.2.82.

German (Pape)

[Seite 876] ές, der Kraft schadend, dah. entkräftend, Opp. Cyn. 2, 82.

Greek (Liddell-Scott)

σθενοβλᾰβής: -ές, ὁ τὴν ἰσχὺν βλάπτων, ἐξασθενίζων, ἐκνευρίζων, Ὀππ. Κυν. 2. 82.

Greek Monolingual

-ές, Α
αυτός που βλάπτει το σθένος, που προκαλεί εξασθένηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σθένος + -βλαβής, πιθ. κατά το φρενοβλαβής.