σινίασμα: Difference between revisions

From LSJ

τοῖς πράγμασιν γὰρ οὐχὶ θυμοῦσθαι χρεών· μέλει γὰρ αὐτοῖς οὐδέν· ἀλλ' οὑντυγχάνων τὰ πράγματ' ὀρθῶς ἂν τιθῇ, πράξει καλῶς → It does no good to rage at circumstance; events will take their course with no regard for us. But he who makes the best of those events he lights upon will not fare ill.

Source
(6_22)
(37)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σινίασμα''': τό, τὸ διὰ τοῦ κοσκινίσματος ἀποχωριζόμενον, τὸ [[ἄχυρον]], Παλλαδ. Λαυσ. 39.
|lstext='''σινίασμα''': τό, τὸ διὰ τοῦ κοσκινίσματος ἀποχωριζόμενον, τὸ [[ἄχυρον]], Παλλαδ. Λαυσ. 39.
}}
{{grml
|mltxt=τὸ, ΜΑ [[σινιάζω]]<br /><b>μσν.</b><br />[[πείραγμα]], [[αστεϊσμός]]<br /><b>αρχ.</b><br />απομεινάρια από το [[κοσκίνισμα]] του σταριού, τα σκύβαλα.
}}
}}

Revision as of 12:28, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σινίασμα Medium diacritics: σινίασμα Low diacritics: σινίασμα Capitals: ΣΙΝΙΑΣΜΑ
Transliteration A: siníasma Transliteration B: siniasma Transliteration C: siniasma Beta Code: sini/asma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A detrimentum, recrementum, retrimentum, σ. ἢ ῥυπαρία τοῦ σίτου, ib.

German (Pape)

[Seite 883] τό, Abgang, Spreu, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

σινίασμα: τό, τὸ διὰ τοῦ κοσκινίσματος ἀποχωριζόμενον, τὸ ἄχυρον, Παλλαδ. Λαυσ. 39.

Greek Monolingual

τὸ, ΜΑ σινιάζω
μσν.
πείραγμα, αστεϊσμός
αρχ.
απομεινάρια από το κοσκίνισμα του σταριού, τα σκύβαλα.