σίφαρος: Difference between revisions

From LSJ

πενία δ' ἀγνώμονάς γε τοὺς πολλοὺς ποιεῖ → Immemores beneficiorum gignit inopia → Die Armut macht die meisten rücksichtslos und hart

Menander, Monostichoi, 227
(6_15)
(37)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σίφᾰρος''': ὁ, Λατ. supparum, τὸ ἀνώτατον [[ἱστίον]], ἐπαίρειν τοὺς σ. Ἀρρ. Ἐπίκτ. 3. 2, ἐν τέλ.
|lstext='''σίφᾰρος''': ὁ, Λατ. supparum, τὸ ἀνώτατον [[ἱστίον]], ἐπαίρειν τοὺς σ. Ἀρρ. Ἐπίκτ. 3. 2, ἐν τέλ.
}}
{{grml
|mltxt=ο, ΝΑ, και [[σείφαρος]], Α<br />τριγωνικό [[ιστίο]] που υψώνεται [[πάνω]] από την πιο ψηλή [[κεραία]] του πλοίου<br /><b>αρχ.</b><br />([[κυρίως]] ο τ. [[σείφαρος]]) [[σκηνή]] θεάτρου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Τεχνικός όρος, άγνωστης ετυμολ., πιθ. [[δάνειος]]. Κατά μία [[άποψη]], η λ. συνδέεται με σημιτικό <i>šap</i><sup>e</sup><i>r</i><i>ī</i><i>r</i>, ασσυριακό <i>šuparraru</i> «[[απλώνω]]», ενώ, κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], ελάχιστα πιθανή, προέρχεται από τη λ. [[φᾶρος]] «μεγάλο [[κομμάτι]] υφάσματος», με επιτατικό <i>σι</i>- (<b>πρβλ.</b> <i>Σί</i>-<i>συφος</i>)].
}}
}}

Revision as of 12:29, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σίφᾰρος Medium diacritics: σίφαρος Low diacritics: σίφαρος Capitals: ΣΙΦΑΡΟΣ
Transliteration A: sípharos Transliteration B: sipharos Transliteration C: sifaros Beta Code: si/faros

English (LSJ)

[ῑ], ὁ,

   A top-sail, ἐπαίρειν τοὺς σ. Arr.Epict.3.2.18, cf. Hsch. s.v. ἐπίδρομον (prob.): cf. σείφαρος. (The Lat. forms are sīparum, sīpharum, from which supparus pl. suppara (name of a garment) is to be distinguished.)

German (Pape)

[Seite 887] ὁ, bei Arr. Epict. 3, 2 v. l. für σίπαρος.

Greek (Liddell-Scott)

σίφᾰρος: ὁ, Λατ. supparum, τὸ ἀνώτατον ἱστίον, ἐπαίρειν τοὺς σ. Ἀρρ. Ἐπίκτ. 3. 2, ἐν τέλ.

Greek Monolingual

ο, ΝΑ, και σείφαρος, Α
τριγωνικό ιστίο που υψώνεται πάνω από την πιο ψηλή κεραία του πλοίου
αρχ.
(κυρίως ο τ. σείφαρος) σκηνή θεάτρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός όρος, άγνωστης ετυμολ., πιθ. δάνειος. Κατά μία άποψη, η λ. συνδέεται με σημιτικό šaperīr, ασσυριακό šuparraru «απλώνω», ενώ, κατ' άλλη άποψη, ελάχιστα πιθανή, προέρχεται από τη λ. φᾶρος «μεγάλο κομμάτι υφάσματος», με επιτατικό σι- (πρβλ. Σί-συφος)].