σκηνοποιός: Difference between revisions

From LSJ

Ἔρωτα παύει λιμὸς ἢ χαλκοῦ σπάνις → Amorem inopia nummi sedat aut fames → Die Liebe stillt der Hunger oder Geldmangel

Menander, Monostichoi, 156
(T22)
(37)
Line 24: Line 24:
{{Thayer
{{Thayer
|txtha=σκηνοποιου, ὁ ([[σκηνή]] and [[ποιέω]]), a [[tent]]-[[real]]'cf, equivalent to σκηνορραφος (Aelian v. h. 2,1); [[one]] [[that]] made [[small]] [[portable]] tents, of [[leather]] or [[cloth]] of goats' [[hair]] (Latin cilicium) or [[linen]], for the [[use]] of travellers: Schmidt in Herzog edition 2vol. xi., p. 359f).
|txtha=σκηνοποιου, ὁ ([[σκηνή]] and [[ποιέω]]), a [[tent]]-[[real]]'cf, equivalent to σκηνορραφος (Aelian v. h. 2,1); [[one]] [[that]] made [[small]] [[portable]] tents, of [[leather]] or [[cloth]] of goats' [[hair]] (Latin cilicium) or [[linen]], for the [[use]] of travellers: Schmidt in Herzog edition 2vol. xi., p. 359f).
}}
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />ο, ΝΑ<br />[[κατασκευαστής]] σκηνών, [[άτομο]] που έχει ως επάγγελμά του την [[κατασκευή]] σκηνών<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κατασκευαστής]] πραγμάτων που ανήκουν στη [[σκηνή]] θεάτρου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σκηνή]] <span style="color: red;">+</span> -[[ποιός]]].———————— <b>(II)</b><br />ὁ, Α<br />[[κατασκευαστής]] σκήνους, [[δημιουργός]] σώματος ως κατοικίας της ψυχής.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σκῆνος]] «[[σώμα]]» <span style="color: red;">+</span> -[[ποιός]]].
}}
}}

Revision as of 12:29, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκηνοποιός Medium diacritics: σκηνοποιός Low diacritics: σκηνοποιός Capitals: ΣΚΗΝΟΠΟΙΟΣ
Transliteration A: skēnopoiós Transliteration B: skēnopoios Transliteration C: skinopoios Beta Code: skhnopoio/s

English (LSJ)

ὁ,

   A tentmaker, Act.Ap.18.3.    II maker of stage-properties, Com.Adesp.98.    III (σκῆνος 11) making bodies, Herm. ap. Stob.1.49.69.

German (Pape)

[Seite 895] Zelte, Hütten, Lauben machend; com. bei Poll. 7, 189; N. T.

Greek (Liddell-Scott)

σκηνοποιός: -όν, ὁ ποιῶν, κατασκευάζων σκηνάς, φύσις Στοβ. Ἐκλογ. 1. 1084· - ὡς ἔχων ὡς ἐπάγγελμα τὴν σκηνοποιίαν, Πράξ. Ἀποστ. ιη΄, 3. ΙΙ. ὁ κατασκευάζων πράγματα ἀνήκοντα εἰς τὴν σκηνὴν τοῦ θεάτρου, Κωμικ. Ἀνώνυμ.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
I. adj. qui construit des tentes, des abris, des couvertures en parl. de la nature;
II. subst. 1 constructeur de tentes;
2 machiniste, mécanicien.
Étymologie: σκηνή, ποιέω.

English (Strong)

from σκηνή and ποιέω; a manufacturer of tents: tent-maker.

English (Thayer)

σκηνοποιου, ὁ (σκηνή and ποιέω), a tent-real'cf, equivalent to σκηνορραφος (Aelian v. h. 2,1); one that made small portable tents, of leather or cloth of goats' hair (Latin cilicium) or linen, for the use of travellers: Schmidt in Herzog edition 2vol. xi., p. 359f).

Greek Monolingual

(I)
ο, ΝΑ
κατασκευαστής σκηνών, άτομο που έχει ως επάγγελμά του την κατασκευή σκηνών
αρχ.
1. κατασκευαστής πραγμάτων που ανήκουν στη σκηνή θεάτρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκηνή + -ποιός].———————— (II)
ὁ, Α
κατασκευαστής σκήνους, δημιουργός σώματος ως κατοικίας της ψυχής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκῆνος «σώμα» + -ποιός].