σκληροειδής: Difference between revisions

From LSJ

Sunt verba voces quibus hunc lenire dolorem possis, magnam morbi deponere partem → Words will avail the wretched mind to ease and much abate the dismal black disease.

Horace, Epistles 1.34
(6_7)
(37)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σκληροειδής''': -ές, ὁ ἔχων φύσιν σκληρὰν ἢ σκληρὸς τὸ [[εἶδος]], Ἡσύχ.
|lstext='''σκληροειδής''': -ές, ὁ ἔχων φύσιν σκληρὰν ἢ σκληρὸς τὸ [[εἶδος]], Ἡσύχ.
}}
{{grml
|mltxt=-ές, Α<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> [[σκληρός]] ως [[προς]] τη [[φύση]] του.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σκληρός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ειδής</i>].
}}
}}

Revision as of 12:29, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκληροειδής Medium diacritics: σκληροειδής Low diacritics: σκληροειδής Capitals: ΣΚΛΗΡΟΕΙΔΗΣ
Transliteration A: sklēroeidḗs Transliteration B: sklēroeidēs Transliteration C: skliroeidis Beta Code: sklhroeidh/s

English (LSJ)

ές,

   A of hard nature or kind, Hsch. s.v. ἶπες.

German (Pape)

[Seite 900] ές, von harter Art, Hesych. v. ἶπες.

Greek (Liddell-Scott)

σκληροειδής: -ές, ὁ ἔχων φύσιν σκληρὰν ἢ σκληρὸς τὸ εἶδος, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

-ές, Α
(κατά τον Ησύχ.) σκληρός ως προς τη φύση του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκληρός + -ειδής].