σκυλακευτικός: Difference between revisions

From LSJ

καὶ νῦν ἀτεχνῶς ἐθέλω παρέχειν ὅ τι βούλει σοι, πλὴν κωλακρέτου γάλα πίνειν → and now I want to provide you with absolutely anything you want, except paymaster's milk to drink

Source
(6_11)
(37)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''σκῠλᾰκευτικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς σκύλακας, Φίλων 1. 202.
|lstext='''σκῠλᾰκευτικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς σκύλακας, Φίλων 1. 202.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -όν, Α<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον σκύλακα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σκύλαξ]], -<i>ακος</i> «[[μικρός]] [[σκύλος]]» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ευτικός</i>, πιθ. κατ' [[επίδραση]] του ρ. [[σκυλακεύω]].
}}
}}

Revision as of 12:30, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκῠλᾰκευτικός Medium diacritics: σκυλακευτικός Low diacritics: σκυλακευτικός Capitals: ΣΚΥΛΑΚΕΥΤΙΚΟΣ
Transliteration A: skylakeutikós Transliteration B: skylakeutikos Transliteration C: skylakeftikos Beta Code: skulakeutiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A of or for puppies, Ph.1.202.

Greek (Liddell-Scott)

σκῠλᾰκευτικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς σκύλακας, Φίλων 1. 202.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον σκύλακα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκύλαξ, -ακος «μικρός σκύλος» + κατάλ. -ευτικός, πιθ. κατ' επίδραση του ρ. σκυλακεύω.