σπινθηροβόλος: Difference between revisions

From LSJ

ἤπειρον εἰς ἄπειρον ἐκβάλλων πόδα → departing to the limitless mainland

Source
(6_16)
(38)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''σπινθηροβόλος''': -ον, ἐκπέμπων σπινθῆρας, Ἰω. Χρυσ.· -σπινθηροβολέω, Βυζ.
|lstext='''σπινθηροβόλος''': -ον, ἐκπέμπων σπινθῆρας, Ἰω. Χρυσ.· -σπινθηροβολέω, Βυζ.
}}
{{grml
|mltxt=-α, -ο / [[σπινθηροβόλος]], -ον, ΝΜΑ<br />αυτός που εκπέμπει σπινθήρες<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «σπινθηροβόλο [[σκότωμα]]»<br /><b>ιατρ.</b> ενδοπτικό [[φαινόμενο]] [[κατά]] το οποίο παρατηρείται [[εμφάνιση]] σκοτεινής κηλίδας με τεθλασμένο φωτεινό [[περίγραμμα]] στο οπτικό [[πεδίο]] του ενός ή και τών δύο ματιών<br />β) «σπινθηροβόλο [[πνεύμα]]» — [[άτομο]] με υψηλή [[ευφυΐα]], με ανώτερη [[διανοητικότητα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σπινθήρ]](<i>ας</i>) <span style="color: red;">+</span> -[[βόλος]] (<span style="color: red;"><</span> [[βόλος]] <span style="color: red;"><</span> [[βάλλω]]), <b>πρβλ.</b> <i>ἀστραπη</i>-[[βόλος]].
}}
}}

Revision as of 12:31, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 922] Funken werfend, sprühend, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

σπινθηροβόλος: -ον, ἐκπέμπων σπινθῆρας, Ἰω. Χρυσ.· -σπινθηροβολέω, Βυζ.

Greek Monolingual

-α, -ο / σπινθηροβόλος, -ον, ΝΜΑ
αυτός που εκπέμπει σπινθήρες
νεοελλ.
φρ. α) «σπινθηροβόλο σκότωμα»
ιατρ. ενδοπτικό φαινόμενο κατά το οποίο παρατηρείται εμφάνιση σκοτεινής κηλίδας με τεθλασμένο φωτεινό περίγραμμα στο οπτικό πεδίο του ενός ή και τών δύο ματιών
β) «σπινθηροβόλο πνεύμα» — άτομο με υψηλή ευφυΐα, με ανώτερη διανοητικότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σπινθήρ(ας) + -βόλος (< βόλος < βάλλω), πρβλ. ἀστραπη-βόλος.