σπουδαστός: Difference between revisions

From LSJ

μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake

Source
(Bailly1_4)
(38)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />digne d’être recherché.<br />'''Étymologie:''' [[σπουδάζω]].
|btext=ή, όν :<br />digne d’être recherché.<br />'''Étymologie:''' [[σπουδάζω]].
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -όν, Α [[σπουδάζω]]<br />αυτός με τον οποίο αξίζει να ασχοληθεί [[πρόθυμα]] και μεθοδικά [[κάποιος]].
}}
}}

Revision as of 12:31, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σπουδαστός Medium diacritics: σπουδαστός Low diacritics: σπουδαστός Capitals: ΣΠΟΥΔΑΣΤΟΣ
Transliteration A: spoudastós Transliteration B: spoudastos Transliteration C: spoudastos Beta Code: spoudasto/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A that deserves to be sought or tried zealously, Pl.Hp.Ma.297b, Arist.EN1163b25.

Greek (Liddell-Scott)

σπουδαστός: -ή, -όν, ὁ ἄξιος νὰ ζητηθῇ μετὰ σπουδῆς ἢ νὰ δοκιμασθῇ μετὰ ζήλου, Πλάτ. Ἱππ. Μείζων 297Β, Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 8. 14. 4.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
digne d’être recherché.
Étymologie: σπουδάζω.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α σπουδάζω
αυτός με τον οποίο αξίζει να ασχοληθεί πρόθυμα και μεθοδικά κάποιος.