συγκατατρέχω: Difference between revisions

From LSJ

τίς γὰρ ἁδονᾶς ἄτερ θνατῶν βίος ποθεινὸς ἢ ποία τυραννίς; τᾶς ἄτερ οὐδὲ θεῶν ζηλωτὸς αἰών → What human life is desirable without pleasure, or what lordly power? Without it not even the life of the gods is enviable.

Source
(6_3)
(39)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''συγκατατρέχω''': [[τρέχω]] [[ὁμοῦ]] πρὸς τὸ αὐτὸ [[μέρος]], [[συμπίπτω]], συνενοῦμαι, ἄλληλα Λεύκιππος παρὰ Διογ. Λ. 9. 31.
|lstext='''συγκατατρέχω''': [[τρέχω]] [[ὁμοῦ]] πρὸς τὸ αὐτὸ [[μέρος]], [[συμπίπτω]], συνενοῦμαι, ἄλληλα Λεύκιππος παρὰ Διογ. Λ. 9. 31.
}}
{{grml
|mltxt=Α<br />[[τρέχω]] από κοινού [[προς]] το ίδιο [[μέρος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[κατατρέχω]] «[[τρέχω]] [[προς]] τα [[κάτω]]»].
}}
}}

Revision as of 12:33, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συγκατατρέχω Medium diacritics: συγκατατρέχω Low diacritics: συγκατατρέχω Capitals: ΣΥΓΚΑΤΑΤΡΕΧΩ
Transliteration A: synkatatréchō Transliteration B: synkatatrechō Transliteration C: sygkatatrecho Beta Code: sugkatatre/xw

English (LSJ)

   A to be in motion together with, ἀλλήλοις Leucipp. ap. D.L.9.31.

German (Pape)

[Seite 966] (s. τρέχω), zusammenlaufen, Leucipp. bei D. L. 9, 31.

Greek (Liddell-Scott)

συγκατατρέχω: τρέχω ὁμοῦ πρὸς τὸ αὐτὸ μέρος, συμπίπτω, συνενοῦμαι, ἄλληλα Λεύκιππος παρὰ Διογ. Λ. 9. 31.

Greek Monolingual

Α
τρέχω από κοινού προς το ίδιο μέρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + κατατρέχω «τρέχω προς τα κάτω»].