συγχωνεύω: Difference between revisions
From LSJ
μητέρα πολλῶν ἐτῶν κληροῦχον → mother having old age for her lot, mother heiress of many years
(Bailly1_4) |
(39) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=faire fondre ensemble.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[χωνεύω]]. | |btext=faire fondre ensemble.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[χωνεύω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ΝΑ [[χωνεύω]]<br />[[συντήκω]] δύο ή περισσότερα μέταλλα («χρυσίου συγκεχω<br />νευμένου», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ενώνω]] [[πολλά]] όμοια πράγματα [[μαζί]], [[συνενώνω]], [[ενοποιώ]] (α. «η [[κυβέρνηση]] θα συγχωνεύσει τα ασφαλιστικά [[ταμεία]]» β. «συγχωνεύθηκαν οι ποινές του»)<br /><b>αρχ.</b><br />(στην [[αγγειοπλαστική]]) [[συνάπτω]], [[συνδέω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:33, 29 September 2017
English (LSJ)
A melt down, Lycurg.117, D.22.70, Inscr.Délos 443 Bb42 (ii B.C.). b melt down also, PHolm.1.17,23, PLeid.X. 19. 2 join in making pottery, PSI4.420.11 (iii B.C.).
German (Pape)
[Seite 972] zusammenschmelzen, einschmelzen, εἰκόνα, Lycurg. 117; Dem. 24, 177; Plut. Flamin. 14.
Greek (Liddell-Scott)
συγχωνεύω: καταχωνεύω, τήκω, Λυκοῦργ. 164. 29, 39, Δημ. 615. 12.
French (Bailly abrégé)
faire fondre ensemble.
Étymologie: σύν, χωνεύω.
Greek Monolingual
ΝΑ χωνεύω
συντήκω δύο ή περισσότερα μέταλλα («χρυσίου συγκεχω
νευμένου», Πλούτ.)
νεοελλ.
ενώνω πολλά όμοια πράγματα μαζί, συνενώνω, ενοποιώ (α. «η κυβέρνηση θα συγχωνεύσει τα ασφαλιστικά ταμεία» β. «συγχωνεύθηκαν οι ποινές του»)
αρχ.
(στην αγγειοπλαστική) συνάπτω, συνδέω.