Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

σύμπλεκτος: Difference between revisions

From LSJ

Ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλοςLife is not worth living if you do not have at least one friend.

Democritus, DK 68b22
(39)
(39)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σύμπλεκτος''': -ον, ὁ [[ὁμοῦ]] συμπλεκόμενος, ἔρνεσι Ἀνθολ. Π. 4. 1, 18.
|lstext='''σύμπλεκτος''': -ον, ὁ [[ὁμοῦ]] συμπλεκόμενος, ἔρνεσι Ἀνθολ. Π. 4. 1, 18.
}}
{{grml
|mltxt=-ον, Α [[συμπλέκω]]<br /><b>1.</b> πλεγμένος, [[πλεκτός]] («τὸ δὲ περιστόμιο τοῡ ὑποδύτου ἐν τῷ μέσῳ διυφασμένον σύμπλεκτον», ΠΔ)<br /><b>2.</b> αυτός που [[είναι]] [[περιπεπλεγμένος]], μπερδεμένος [[μαζί]] με άλλον.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α [[συμπλέκω]]<br /><b>1.</b> πλεγμένος, [[πλεκτός]] («τὸ δὲ περιστόμιο τοῡ ὑποδύτου ἐν τῷ μέσῳ διυφασμένον σύμπλεκτον», ΠΔ)<br /><b>2.</b> αυτός που [[είναι]] [[περιπεπλεγμένος]], μπερδεμένος [[μαζί]] με άλλον.
|mltxt=-ον, Α [[συμπλέκω]]<br /><b>1.</b> πλεγμένος, [[πλεκτός]] («τὸ δὲ περιστόμιο τοῡ ὑποδύτου ἐν τῷ μέσῳ διυφασμένον σύμπλεκτον», ΠΔ)<br /><b>2.</b> αυτός που [[είναι]] [[περιπεπλεγμένος]], μπερδεμένος [[μαζί]] με άλλον.
}}
}}

Revision as of 12:36, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σύμπλεκτος Medium diacritics: σύμπλεκτος Low diacritics: σύμπλεκτος Capitals: ΣΥΜΠΛΕΚΤΟΣ
Transliteration A: sýmplektos Transliteration B: symplektos Transliteration C: symplektos Beta Code: su/mplektos

English (LSJ)

ον,

   A plaited, LXXEx.36.31 (39.23); twined together, ἔρνεσι AP4.1.18 (Mel.).

German (Pape)

[Seite 988] zusammengeflochten, Mel. 1, 18 (IV, 1).

Greek (Liddell-Scott)

σύμπλεκτος: -ον, ὁ ὁμοῦ συμπλεκόμενος, ἔρνεσι Ἀνθολ. Π. 4. 1, 18.

Greek Monolingual

-ον, Α συμπλέκω
1. πλεγμένος, πλεκτός («τὸ δὲ περιστόμιο τοῡ ὑποδύτου ἐν τῷ μέσῳ διυφασμένον σύμπλεκτον», ΠΔ)
2. αυτός που είναι περιπεπλεγμένος, μπερδεμένος μαζί με άλλον.

Greek Monolingual

-ον, Α συμπλέκω
1. πλεγμένος, πλεκτός («τὸ δὲ περιστόμιο τοῡ ὑποδύτου ἐν τῷ μέσῳ διυφασμένον σύμπλεκτον», ΠΔ)
2. αυτός που είναι περιπεπλεγμένος, μπερδεμένος μαζί με άλλον.