συμποτικός: Difference between revisions
Σύμβουλος οὐδείς ἐστι βελτίων χρόνου → Consultor homini tempus utilissimus → Kein besserer Berater zeigt sich als die Zeit
(39) |
(39) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> qui concerne un festin <i>ou</i> des convives;<br /><b>2</b> bon convive;<br /><i>Cp.</i> συμποτικώτερος, <i>Sp.</i> συμποτικώτατος.<br />'''Étymologie:''' [[συμπότης]]. | |btext=ή, όν :<br /><b>1</b> qui concerne un festin <i>ou</i> des convives;<br /><b>2</b> bon convive;<br /><i>Cp.</i> συμποτικώτερος, <i>Sp.</i> συμποτικώτατος.<br />'''Étymologie:''' [[συμπότης]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -ό / [[συμποτικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[συμπότης]]<br />αυτός που αναφέρεται ή που ταιριάζει σε [[συμπόσιο]] (α. «συμποτικά άσματα» β. «συμποτική [[μουσική]]», Φιλόδ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ [[συμποτικός]]<br />αυτός που συχνάζει σε συμπόσια, που του αρέσουν τα συμπόσια<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «συμποτικαὶ ἁρμονίαι» — μελωδίες που ταιριάζουν σε [[συμπόσιο]] (<b>Πλάτ.</b>)<br />β) «νόμοι συμποτικοί» — κανόνες για τη [[διεξαγωγή]] του συμποσίου, που τους επέβαλλε ο [[συμποσίαρχος]] (<b>Πλάτ.</b>)<br />γ) «Συμποτικὰ προβλήματα» — [[τίτλος]] έργου του Πλουτάρχου<br />δ) «Συμποτικοὶ διάλογοι» και «Συμποτικὰ υπομνήματα» — τίτλοι έργων του Περσαίου. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>συμποτικῶς</i> Α<br />με τρόπο που ταιριάζει σε [[συμπόσιο]]. | |||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό / [[συμποτικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[συμπότης]]<br />αυτός που αναφέρεται ή που ταιριάζει σε [[συμπόσιο]] (α. «συμποτικά άσματα» β. «συμποτική [[μουσική]]», Φιλόδ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ [[συμποτικός]]<br />αυτός που συχνάζει σε συμπόσια, που του αρέσουν τα συμπόσια<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «συμποτικαὶ ἁρμονίαι» — μελωδίες που ταιριάζουν σε [[συμπόσιο]] (<b>Πλάτ.</b>)<br />β) «νόμοι συμποτικοί» — κανόνες για τη [[διεξαγωγή]] του συμποσίου, που τους επέβαλλε ο [[συμποσίαρχος]] (<b>Πλάτ.</b>)<br />γ) «Συμποτικὰ προβλήματα» — [[τίτλος]] έργου του Πλουτάρχου<br />δ) «Συμποτικοὶ διάλογοι» και «Συμποτικὰ υπομνήματα» — τίτλοι έργων του Περσαίου. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>συμποτικῶς</i> Α<br />με τρόπο που ταιριάζει σε [[συμπόσιο]]. | |mltxt=-ή, -ό / [[συμποτικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[συμπότης]]<br />αυτός που αναφέρεται ή που ταιριάζει σε [[συμπόσιο]] (α. «συμποτικά άσματα» β. «συμποτική [[μουσική]]», Φιλόδ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ [[συμποτικός]]<br />αυτός που συχνάζει σε συμπόσια, που του αρέσουν τα συμπόσια<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «συμποτικαὶ ἁρμονίαι» — μελωδίες που ταιριάζουν σε [[συμπόσιο]] (<b>Πλάτ.</b>)<br />β) «νόμοι συμποτικοί» — κανόνες για τη [[διεξαγωγή]] του συμποσίου, που τους επέβαλλε ο [[συμποσίαρχος]] (<b>Πλάτ.</b>)<br />γ) «Συμποτικὰ προβλήματα» — [[τίτλος]] έργου του Πλουτάρχου<br />δ) «Συμποτικοὶ διάλογοι» και «Συμποτικὰ υπομνήματα» — τίτλοι έργων του Περσαίου. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>συμποτικῶς</i> Α<br />με τρόπο που ταιριάζει σε [[συμπόσιο]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:36, 29 September 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A convivial, σ. πράγματα Ar.Ach.1142; νόμοι σ. the laws of drinking-parties, enforced by the συμποσίαρχος, Pl.Lg. 671c; σ. ἁρμονίαι modes suited for drinking-songs, Id.R.398e; ς. [μουσική] Phld.Mus.p.82 K.; [ἀρετή] Id.D.3Fr.76; σ. διάλογοι, work by Persaeus, Ath.4.162b; σ. προβλήματα, title of a work by Plu. (v. συμποσιακός) ὑπομνήματα σ., of a work by Persaeus, D.L.7.1; συμποτικός a jolly fellow, Ar.V.1209, Plb.31.13.8: Comp. -ώτερος Luc.Ep.Sat.32: Sup. -ώτατος Id.Tim.46, Philostr.Im.1.25. Adv. -κῶς Poll.6.20.
German (Pape)
[Seite 989] ή, όν, zum Gaste od. zum Gastmahle gehörig, dazu sich passend; προσμάνθανε ξυμποτικὸς εἶναι καὶ ξυνουσιαστικός, Ar. Vesp. 1208; συμποτικὰ τὰ πράγματα, Ach. 1107; νόμοι συμποτικοί, Plat. Legg. II, 671 c; ἁρμονίαι, Rep. III, 398 e; Folgde; ὁ σ., ein guter, unterhaltender Trinkgenoß, Gast, Pol. 31, 21, 8.
Greek (Liddell-Scott)
συμποτικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς συμπότην ἢ εἰς συμπόσιον, φαιδρός, σ. πρήγματα Ἀριστοφ. Ἀχ. 1142· νόμοι σ., οἱ νόμοι οἱ ἰσχύοντες κατὰ τὸ συμπόσιον ἐπιβαλλόμενοι ὑπὸ τοῦ συμποσιάρχου, Πλάτ. Νόμ. 671C (ὅθεν ἡ φράσις συμπόσιονπαιδαγωγεῖν, αὐτόθι 641Β)· σ. ἁρμονίαι, μελῳδίαι ἁρμόζουσα εἰς ᾄσματα τοῦ συμποσίου, ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 398Ε· σ. προβλήματα, ἐπιγραφὴ συγγράμματός τινος τοῦ Πλουτάρχου (ἴδε ἐν λ. συμποσιακός)· σ. ὑπομνήματα Διογ. Λ. 7. 1· ― συμποτικός φαιδρός, «ἀνοιχτόκαρδος» ἄνθρωπος, παῦ’, ἀλλὰ δευρὶ κατακλινεὶς προσμάνθανε ξυμποτικὸς εἶναι καὶ ξυνουσιακὸς Ἀριστοφ. Σφ. 1209, πρβλ. Πολύβ. 31. 21, 8. ― Συγκρ. -ώτερος, Λουκ. Κρον. Ἐπιστ. 32· ὑπερθ. -ώτατος, ὁ αὐτ. ἐν Τίμ. 46. Ἐπίρρ. -κῶς, Πολυδ. Ϛ΄, 20.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
1 qui concerne un festin ou des convives;
2 bon convive;
Cp. συμποτικώτερος, Sp. συμποτικώτατος.
Étymologie: συμπότης.
Greek Monolingual
-ή, -ό / συμποτικός, -ή, -όν, ΝΜΑ συμπότης
αυτός που αναφέρεται ή που ταιριάζει σε συμπόσιο (α. «συμποτικά άσματα» β. «συμποτική μουσική», Φιλόδ.)
αρχ.
1. το αρσ. ως ουσ. ὁ συμποτικός
αυτός που συχνάζει σε συμπόσια, που του αρέσουν τα συμπόσια
2. φρ. α) «συμποτικαὶ ἁρμονίαι» — μελωδίες που ταιριάζουν σε συμπόσιο (Πλάτ.)
β) «νόμοι συμποτικοί» — κανόνες για τη διεξαγωγή του συμποσίου, που τους επέβαλλε ο συμποσίαρχος (Πλάτ.)
γ) «Συμποτικὰ προβλήματα» — τίτλος έργου του Πλουτάρχου
δ) «Συμποτικοὶ διάλογοι» και «Συμποτικὰ υπομνήματα» — τίτλοι έργων του Περσαίου.
επίρρ...
συμποτικῶς Α
με τρόπο που ταιριάζει σε συμπόσιο.
Greek Monolingual
-ή, -ό / συμποτικός, -ή, -όν, ΝΜΑ συμπότης
αυτός που αναφέρεται ή που ταιριάζει σε συμπόσιο (α. «συμποτικά άσματα» β. «συμποτική μουσική», Φιλόδ.)
αρχ.
1. το αρσ. ως ουσ. ὁ συμποτικός
αυτός που συχνάζει σε συμπόσια, που του αρέσουν τα συμπόσια
2. φρ. α) «συμποτικαὶ ἁρμονίαι» — μελωδίες που ταιριάζουν σε συμπόσιο (Πλάτ.)
β) «νόμοι συμποτικοί» — κανόνες για τη διεξαγωγή του συμποσίου, που τους επέβαλλε ο συμποσίαρχος (Πλάτ.)
γ) «Συμποτικὰ προβλήματα» — τίτλος έργου του Πλουτάρχου
δ) «Συμποτικοὶ διάλογοι» και «Συμποτικὰ υπομνήματα» — τίτλοι έργων του Περσαίου.
επίρρ...
συμποτικῶς Α
με τρόπο που ταιριάζει σε συμπόσιο.