συναμπέχω: Difference between revisions
(39) |
(39) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=envelopper entièrement, cacher.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἀμπέχω]]. | |btext=envelopper entièrement, cacher.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἀμπέχω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=και [[συναμπίσχω]] Α<br />[[περιβάλλω]], [[καλύπτω]] [[τελείως]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἀμπέχω]] «[[περιβάλλω]], [[περικλείω]], [[σκεπάζω]]»]. | |||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και [[συναμπίσχω]] Α<br />[[περιβάλλω]], [[καλύπτω]] [[τελείως]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἀμπέχω]] «[[περιβάλλω]], [[περικλείω]], [[σκεπάζω]]»]. | |mltxt=και [[συναμπίσχω]] Α<br />[[περιβάλλω]], [[καλύπτω]] [[τελείως]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἀμπέχω]] «[[περιβάλλω]], [[περικλείω]], [[σκεπάζω]]»]. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:37, 29 September 2017
English (LSJ)
and συναλλοι-ίσχω,
A cover up together or closely, wrap up, ἦ πού τι σεμνόν ἐστιν ὃ ξυναμπέχεις A.Pr.521:—Med., τί συναμπίσχῃ κόρας; why dost veil thine eyes? E.HF1111.
German (Pape)
[Seite 999] (s. ἔχω, ἀμπέχω), mit, zugleich umgeben, umhüllen, bedecken, ἦ πού τι σεμνόν ἐστιν ὃ ξυναμπέχεις; Aesch. Prom. 519.
Greek (Liddell-Scott)
συναμπέχω: καὶ -ίσχω, περικαλύπτω στενῶς ἢ ὁμοῦ, περικαλύπτω, περιτυλίσσω, ἦ πού τι σεμνόν ἐστιν ὃ ξυναμπέχειν Αἰσχύλ. Πρ. 521. ― Μέσ., τί συναμπίσχει κόρας; διὰ τί καλύπτεις τοὺς ὀφθαλμούς σου; Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1111.
French (Bailly abrégé)
envelopper entièrement, cacher.
Étymologie: σύν, ἀμπέχω.
Greek Monolingual
και συναμπίσχω Α
περιβάλλω, καλύπτω τελείως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἀμπέχω «περιβάλλω, περικλείω, σκεπάζω»].
Greek Monolingual
και συναμπίσχω Α
περιβάλλω, καλύπτω τελείως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἀμπέχω «περιβάλλω, περικλείω, σκεπάζω»].