συναναλίσκω: Difference between revisions
(39) |
(39) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<b>1</b> dépenser ensemble;<br /><b>2</b> assister qqn de son argent.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἀναλίσκω]]. | |btext=<b>1</b> dépenser ensemble;<br /><b>2</b> assister qqn de son argent.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἀναλίσκω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[καταναλώνω]] [[κάτι]] [[μαζί]] με κάποιον [[άλλο]]<br /><b>2.</b> [[ξοδεύω]] χρήματα για να βοηθήσω κάποιον<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> (σχετικά με ιδιότητά μου) [[χάνω]] («συνήλωσαν καὶ τὸ μεμνήσθαι τὴν [[χάριν]]», <b>Δημοσθ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἀναλίσκω]] «[[ξοδεύω]], [[καταναλώνω]]»]. | |||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[καταναλώνω]] [[κάτι]] [[μαζί]] με κάποιον [[άλλο]]<br /><b>2.</b> [[ξοδεύω]] χρήματα για να βοηθήσω κάποιον<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> (σχετικά με ιδιότητά μου) [[χάνω]] («συνήλωσαν καὶ τὸ μεμνήσθαι τὴν [[χάριν]]», <b>Δημοσθ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἀναλίσκω]] «[[ξοδεύω]], [[καταναλώνω]]»]. | |mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[καταναλώνω]] [[κάτι]] [[μαζί]] με κάποιον [[άλλο]]<br /><b>2.</b> [[ξοδεύω]] χρήματα για να βοηθήσω κάποιον<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> (σχετικά με ιδιότητά μου) [[χάνω]] («συνήλωσαν καὶ τὸ μεμνήσθαι τὴν [[χάριν]]», <b>Δημοσθ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἀναλίσκω]] «[[ξοδεύω]], [[καταναλώνω]]»]. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:37, 29 September 2017
English (LSJ)
A consume together or likewise, τοὺς λεγομένους ἅλας σ. consume in company the proverbial salt, i.e. live in close companionship, Arist.EN1156b27; ὅσα ἐδεῖτο εἰς τὴν ναῦν σ. D.50.42: metaph., σ. τὸ μεμνῆσθαι τὴν Χάριν Id.1.11. II help by spending money, X.Mem.2.4.6.
German (Pape)
[Seite 1000] (s. ἀναλίσκω), mit oder zugleich aufwenden; Xen. Mem. 2, 4, 6; συνανάλωσε Dem. 1, 11.
Greek (Liddell-Scott)
συνᾰνᾱλίσκω: μέλλ. -ανᾱλώσω, ἀναλίσκω ὁμοῦ ἢ παρομοίως, τοὺς λεγομένους ἅλας σ., καταναλίσκω ὁμοῦ τὸ παροιμιῶδες ἅλας, δηλ. ζῶ ἐν στενῇ σχέσει μετά τινος, ὡς σύντροφος αὐτοῦ, Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 8. 3, 8˙ ὅσα ἐδεῖτο εἰς τὴν ναῦν συνανήλισκον Δημ. 1220. 2· μεταφ., συνανάλωσε καὶ τὸ μεμνῆσθαι τῇ τύχῃ τὴν χάριν ὁ αὐτ. 12. 12. ΙΙ. βοηθῶ δαπανῶν καὶ ἐγὼ χρήματα, Ξεν. Ἀπομν. 2. 4, 6,
French (Bailly abrégé)
1 dépenser ensemble;
2 assister qqn de son argent.
Étymologie: σύν, ἀναλίσκω.
Greek Monolingual
Α
1. καταναλώνω κάτι μαζί με κάποιον άλλο
2. ξοδεύω χρήματα για να βοηθήσω κάποιον
3. μτφ. (σχετικά με ιδιότητά μου) χάνω («συνήλωσαν καὶ τὸ μεμνήσθαι τὴν χάριν», Δημοσθ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἀναλίσκω «ξοδεύω, καταναλώνω»].
Greek Monolingual
Α
1. καταναλώνω κάτι μαζί με κάποιον άλλο
2. ξοδεύω χρήματα για να βοηθήσω κάποιον
3. μτφ. (σχετικά με ιδιότητά μου) χάνω («συνήλωσαν καὶ τὸ μεμνήσθαι τὴν χάριν», Δημοσθ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἀναλίσκω «ξοδεύω, καταναλώνω»].