συρμός: Difference between revisions
ἐὰν οὖν τὰ μαλακὰ σκληρῶς καὶ τὰ σκληρὰ μαλακῶς λέγηται, πιθανὸν γίγνεται → but if, as a result, gentle things are said harshly and harsh things gently, the result is unpersuasive
(Bailly1_5) |
(40) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=οῦ (ὁ) :<br /><b>1</b> action de se traîner, de ramper;<br /><b>2</b> purgation.<br />'''Étymologie:''' [[σύρω]]. | |btext=οῦ (ὁ) :<br /><b>1</b> action de se traîner, de ramper;<br /><b>2</b> purgation.<br />'''Étymologie:''' [[σύρω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο, ΝΜΑ [[σύρω]]<br />η [[ενέργεια]] και το [[αποτέλεσμα]] του [[σύρω]], [[σύρσιμο]], [[τράβηγμα]], [[έλκυση]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> σιδηροδρομική [[αμαξοστοιχία]], [[τραίνο]]<br /><b>2.</b> [[ελαφρά]] και παροδική επιδημική [[νόσος]]<br /><b>3.</b> παροδική [[συνήθεια]] με την οποία καθορίζεται ο [[τρόπος]] ή η [[μορφή]] ορισμένων εκδηλώσεων της ζωής, όπως της ενδυμασίας, [[αλλά]] και της επίπλωσης κ.ά., [[μόδα]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «[[είναι]] του συρμού» — [[είναι]] της μόδας<br />β) «[[συρμός]] κυμάτων»<br /><b>(ηλεκτρον.)</b> [[σειρά]] κυμάτων τα οποία έχουν όλα την [[ίδια]] [[μορφή]] και ακολουθούν το ένα [[μετά]] το [[άλλο]] [[κατά]] τη διάδοσή τους σε ένα [[μέσο]], κν. κυματοπακέτο<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[γραμμή]] μετεώρου («συρμὸς... Ὠρίωνος», <b>Ανθ. Παλ.</b>)<br /><b>2.</b> η ορμητική [[κίνηση]] τών κυμάτων και τών ανέμων<br /><b>3.</b> ίχνη πορείας φιδιού<br /><b>4.</b> βία<br /><b>5.</b> [[εμετός]] ή ιατρική [[κάθαρση]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:40, 29 September 2017
English (LSJ)
ὁ, (σύρω)
A any sweeping motion, γινέσθω μὴ κατὰ πληγὴν ἡ ἐγχάραξις, ἀλλὰ κατὰ σ. Antyll. ap. Orib.7.18.6; track of meteors, πρηστήρων Pl.Ax.370c, cf. Arist.Mir.843a11; sweep of waves, Ph.1.298; νιφετῶν, ἀνέμων, AP7.8 (Antip. Sid., pl.), 498 (Antip.); χαλαζήεις ib.6.221 (Leon.); trail of a serpent, Plu.Ant.86. II vomiting or purging (cf. συρμαία), Nic.Al.256.
Greek (Liddell-Scott)
συρμός: ὁ, (σύρω) κίνησις μακρὰ διὰ τοῦ σύρειν ἢ σύρεσθαι γινομένη, ὡς τὸ ὀλκός, Λατιν. tractus, ἡ γραμμὴ ἣν σχηματίζουσι τὰ μετέωρα, πρηστήρων Πλάτ. Ἀξίοχ. 370C, πρβλ. Ἀριστ. περὶ Θαυμασ. 130. 1· ἐπὶ τῶν κυμάτων ὅταν σύρωνται, ἡ ὁρμητικὴ κίνησις αὐτῶν, Φίλων 1. 298· ἐπὶ τρικυμιῶν καὶ ἰσχυρῶν ἀνέμων, Ἀνθ. Π. 7. 8, 498· χαλαζήεις αὐτόθι 6. 221· ἡ συρτὴ πορεία τοῦ ὄφεως, Πλουτ. Ἀντών. 86. ΙΙ. ἔμετος ἢ κάθαρσις ἰατρικὴ (πρβλ. συρμαία). Νικ. Ἀλεξιφ. 256.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
1 action de se traîner, de ramper;
2 purgation.
Étymologie: σύρω.
Greek Monolingual
ο, ΝΜΑ σύρω
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του σύρω, σύρσιμο, τράβηγμα, έλκυση
νεοελλ.
1. σιδηροδρομική αμαξοστοιχία, τραίνο
2. ελαφρά και παροδική επιδημική νόσος
3. παροδική συνήθεια με την οποία καθορίζεται ο τρόπος ή η μορφή ορισμένων εκδηλώσεων της ζωής, όπως της ενδυμασίας, αλλά και της επίπλωσης κ.ά., μόδα
4. φρ. α) «είναι του συρμού» — είναι της μόδας
β) «συρμός κυμάτων»
(ηλεκτρον.) σειρά κυμάτων τα οποία έχουν όλα την ίδια μορφή και ακολουθούν το ένα μετά το άλλο κατά τη διάδοσή τους σε ένα μέσο, κν. κυματοπακέτο
αρχ.
1. γραμμή μετεώρου («συρμὸς... Ὠρίωνος», Ανθ. Παλ.)
2. η ορμητική κίνηση τών κυμάτων και τών ανέμων
3. ίχνη πορείας φιδιού
4. βία
5. εμετός ή ιατρική κάθαρση.