χητεία: Difference between revisions
From LSJ
Μούνη γὰρ ἄγειν οὐκέτι σωκῶ λύπης ἀντίρροπον ἄχθος → I have no longer strength to bear alone the burden of grief that weighs me down
(6_9) |
(46) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''χητεία''': ἡ, [[ἔνδεια]], [[χρεία]], [[ἀνάγκη]], Ἡσύχ. | |lstext='''χητεία''': ἡ, [[ἔνδεια]], [[χρεία]], [[ἀνάγκη]], Ἡσύχ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ἡ, Α<br />[[έλλειψη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. ανάγεται στο ρ. [[χατέω]] εμφανίζει, όμως, μακρό (δηλ. απαθές) το [[φωνήεν]] της ρίζας <i>gh</i><i>ē</i>- (<b>βλ. λ.</b> [[χατέω]])]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:41, 29 September 2017
English (LSJ)
ἡ,
A want, need, Hsch.
German (Pape)
[Seite 1354] ἡ, Mangel, Bedürfniß, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
χητεία: ἡ, ἔνδεια, χρεία, ἀνάγκη, Ἡσύχ.
Greek Monolingual
ἡ, Α
έλλειψη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανάγεται στο ρ. χατέω εμφανίζει, όμως, μακρό (δηλ. απαθές) το φωνήεν της ρίζας ghē- (βλ. λ. χατέω)].