τετράχορδος: Difference between revisions

41
(Bailly1_5)
(41)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />à quatre cordes ; τὸ τετράχορδον accord de deux tons et demi.<br />'''Étymologie:''' [[τέτταρες]], [[χορδή]].
|btext=ος, ον :<br />à quatre cordes ; τὸ τετράχορδον accord de deux tons et demi.<br />'''Étymologie:''' [[τέτταρες]], [[χορδή]].
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[τετράχορδος]], -ον, ΝΑ<br />αυτός που έχει [[τέσσερεις]] χορδές<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το τετράχορδο</i><br />α) έγχορδο μουσικό όργανο με [[τέσσερεις]] χορδές<br />β) ανιούσα [[διαδοχή]] τεσσάρων φθόγγων<br />Ι <b>αρχ.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> [[μουσική]] [[κλίμακα]] που περιλαμβάνει δύο τόνους και [[ημιτόνιο]], το αρχαιότατο ελληνικό μουσικό [[σύστημα]] και η [[βάση]] όλων τών [[μετέπειτα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τετρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>χορδος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[χορδή]]), <b>πρβλ.</b> <i>ἑξά</i>-<i>χορδος</i>].
}}
}}