τηλέπυλος: Difference between revisions
ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι → I seem, then, in just this little thing to be wiser than this man at any rate, that what I do not know I do not think I know either
(Bailly1_5) |
(41) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />aux portes éloignées les unes des autres, <i>càd</i> à la vaste enceinte.<br />'''Étymologie:''' [[τῆλε]], [[πύλη]]. | |btext=ος, ον :<br />aux portes éloignées les unes des autres, <i>càd</i> à la vaste enceinte.<br />'''Étymologie:''' [[τῆλε]], [[πύλη]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ον, Α<br />(για [[τόπο]]) αυτός που έχει πύλες σε [[μεγάλη]] [[απόσταση]] τη μια από την [[άλλη]] («Τηλέπολον Λαιστρυγονίην», <b>Ομ. Οδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τηλ</i>(<i>ε</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>πυλος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πύλη]]), <b>πρβλ.</b> <i>ὑψί</i>-<i>πυλος</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:43, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A with gates far apart, τ. Λαιστρυγονίην Od.10.82, 23.318; but it is now written Τηλέπυλον as a pr. n., Laestrygonian Telepylus.
German (Pape)
[Seite 1106] mit weit von einander entfernten Thoren, Od. 10, 82. 23, 318, von der Hauptstadt der Lästrygonen, τηλέπυλον Λαιστρυγονίην, entweder beide Male als nom. pr. zu nehmen, wie es Wolf in der zweiten Stelle auch schreibt, od. als adj., wie die Schol. zur ersten Stelle erkl. : μεγάλην, τῶν γὰρ τοιούτων πολὺ διεστᾶσιν αἱ πύλαι.
Greek (Liddell-Scott)
τηλέπῠλος: -ον, ὁ ἔχων πύλας λίαν ἀλλήλων διισταμένας, κειμένας πόρρω ἀλλήλων, τ. Λαιστρυγονίην Ὀδ. Κ. 82., Ψ. 318, ἴδε Εὐστάθ. ἐν τόπῳ: ἀλλ’ ἤδη γράφουσι Τηλέπυλον, ὡς κύρ. ὄν., τὴν τῶν Λαιστρυγόνων Τηλέπυλον, «εἰσὶ δὲ οἳ κύριον ὄνομα πόλεως τὴν Τηλέπυλον ἐδέξαντο» Εὐστάθ. ἐν τόπῳ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
aux portes éloignées les unes des autres, càd à la vaste enceinte.
Étymologie: τῆλε, πύλη.
Greek Monolingual
-ον, Α
(για τόπο) αυτός που έχει πύλες σε μεγάλη απόσταση τη μια από την άλλη («Τηλέπολον Λαιστρυγονίην», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τηλ(ε)- + -πυλος (< πύλη), πρβλ. ὑψί-πυλος].