τελάρχης: Difference between revisions
From LSJ
Ἀλλ' ἡ τυραννὶς πολλά τ' ἄλλ' εὐδαιμονεῖ κἄξεστιν αὐτῇ δρᾶν λέγειν θ' ἃ βούλεται → But tyranny is a happy state in many ways, and the tyrant has the power to act and speak as they wish
(6_19) |
(40) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τελάρχης''': -ου, ὁ, = [[μεράρχης]], ὁ ἀρχηγὸς ἢ διοικητὴς τέλους, δηλ. μεραρχίας (συνισταμένης ἐκ δισχιλίων ἀνδρῶν), (ἴδε [[τέλος]], [[σημασία]] ΙΙ), Ἐτυμ. Μέγ. 729, Bibl. Coislin. 507· πρβλ. [[τελέαρχος]]. | |lstext='''τελάρχης''': -ου, ὁ, = [[μεράρχης]], ὁ ἀρχηγὸς ἢ διοικητὴς τέλους, δηλ. μεραρχίας (συνισταμένης ἐκ δισχιλίων ἀνδρῶν), (ἴδε [[τέλος]], [[σημασία]] ΙΙ), Ἐτυμ. Μέγ. 729, Bibl. Coislin. 507· πρβλ. [[τελέαρχος]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=και [[τελεάρχης]], ὁ, Α<br />[[διοικητής]] τέλους, μεραρχίας από 2.000 άνδρες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τέλος]] «στρατιωτική [[δύναμη]], [[μεραρχία]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>άρχης</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:46, 29 September 2017
English (LSJ)
ου, ὁ,
A commander of a τέλος (signf. 1.10b), Ascl.Tact.2.10, Ael.Tact.9.7: v.l. τελεάρχης in Ael.l c.
German (Pape)
[Seite 1084] ὁ, der Anführer einer bestimmten Anzahl von Kriegern, s. τελεάρχης.
Greek (Liddell-Scott)
τελάρχης: -ου, ὁ, = μεράρχης, ὁ ἀρχηγὸς ἢ διοικητὴς τέλους, δηλ. μεραρχίας (συνισταμένης ἐκ δισχιλίων ἀνδρῶν), (ἴδε τέλος, σημασία ΙΙ), Ἐτυμ. Μέγ. 729, Bibl. Coislin. 507· πρβλ. τελέαρχος.
Greek Monolingual
και τελεάρχης, ὁ, Α
διοικητής τέλους, μεραρχίας από 2.000 άνδρες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τέλος «στρατιωτική δύναμη, μεραρχία» + -άρχης].